Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
378 εγγραφές [321 - 330]
ευτυχής -ής -ές [eftixís] Ε10 : 1α.(για πρόσ.) ευτυχισμένος. ANT δυστυχής: Ήταν ~ σε όλη του τη ζωή. || τυχερός: Ευτυχείς οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. ~ όποιος δε γνώρισε πολέμους και προσφυγιά. β. ευχαριστημένος, σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας: Είμαι ιδιαίτερα ~ που σας γνωρίζω / που σε ξαναβλέπω. Θα ήμουνα ~, αν μπορούσα να σας βοηθήσω. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολ λά ευχάριστα γεγονότα· ευτυχισμένος. ANT δυστυχής: Mαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του. (λόγ. ευχή) ευτυχές το νέον έτος. β. για κτ. που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες, με τις επιδιώξεις κάποιου. ANT ατυχής: Οι προσπάθειές του είχαν ευτυχή κατάληξη. Ήταν μια ~ σύμπτωση. Ευτυχές γεγονός, συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνη ή σε γέννηση: Περιμένει ευτυχές γεγονός. H αναγγελία του ευτυχούς γεγονότος. || πολύ πετυχημένος, σωστός: Είχε την ευτυχή έμπνευση να… H επιλογή του δεν ήταν ιδιαίτερα ~. ευτυχώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1α: αρχ. εὐτυχής· 1β: σημδ. γαλλ. heureux· 2: σημδ. αγγλ. happy]

ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην ~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να… ANT έχω την ατυχία να…: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί;

[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]

ευτυχισμένος -η -ο [eftixizménos] Ε3 : ANT δυστυχισμένος. 1α. που αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση και χαρά, που νιώθει ευτυχία: Έζησαν ευτυχισμένοι σε μια κοινωνία αγάπης και ευημερίας. Είναι ένας ~ άνθρωπος / μια ευτυχισμένη οικογένεια. || πολύ χαρούμενος: Σήμερα είμαι πολύ ~, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους. β. που εκδηλώνει, που εκφράζει ευτυχία: Ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα. 1. για χρονική περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι: Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ευτυχισμένες εποχές. (ευχές) ~ ο καινούριος χρόνος. ευτυχισμένα γενέθλια. || Ο γάμος του ήταν πολύ ~. α2. για χρονικό διάστημα που ευνοεί την επιτυχία: Έργα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του καλλιτέχνη. β. για τόπο πλούσιο και ειρηνικό: H ευτυχισμένη γη της Iωνίας, όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός. ευτυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~.

[λόγ. μππ. του ευτυχώ μεταπλ. -ημένος > -ισμένος με βάση το συνοπτ. θ. ευτυχησ- και κατά το αντ. δυστυχισμένος & λόγ. σημδ. γαλλ. heureux, αγγλ. happy]

ευτυχώ [eftixó] Ρ10.9α μππ. ευτυχισμένος* : 1.είμαι ευτυχισμένος, ζω ζωή ευτυχισμένη. ANT δυστυχώ: Ευτύχησε στη ζωή της / στο γάμο της. Σου εύχομαι να ευτυχήσεις και να προοδεύεις συνεχώς. || (ειδικότ.) ευημερώ. 2. (στο αορ. θ.) σε εκφράσεις α. ευτύχησα να…, είχα την τύχη να…: Ευτύχησα να έχω εκλεκτούς δασκάλους. Δεν ευτύχησε να δει το έργο του ολοκληρωμένο. β. ευτύχησα σε κτ., πέτυχα σε αυτό: Δεν ευτύχησε στην εκλογή των συνεργατών του. ANT ατύχησε.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχῶ· 2: σημδ. γαλλ. avoir la chance]

ευτυχώς [eftixós] επιρρ. τροπ. : (ως έκφραση χαράς, ικανοποίησης) για καλή τύχη, κατά καλή τύχη. ANT δυστυχώς: ~ δεν έχασα το τρένο. ~ πέτυχα στις εξετάσεις. Έφτασες στην ώρα σου; - Nαι ~ / ~ ναι.

[λόγ. < αρχ. εὐτυχῶς `με καλή τύχη΄ σημδ. γαλλ. heureusement]

ευυπόληπτος -η -ο [evipóliptos] Ε5 : που τον υπολήπτονται, που τον εκτιμούν όλοι για το ήθος του. ANT ανυπόληπτος: ~ πολίτης. Ευυπόληπτη οικογένεια. Ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. || φερέγγυος: ~ έμπορος. Ευυπόληπτη εταιρεία.

[λόγ. ευ- υποληπ- (υπολήπτομαι) -τος (διαφ. το αρχ. εὐυπόληπτος `που μπορεί να τον σηκώσουν εύκολα΄)]

ευφάνταστος -η -ο [efándastos] Ε5 : που έχει μεγάλη φαντασία: ~ καλλιτέχνης. || συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που πλάθει με τη φαντασία του ιστορίες οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα: Kάποιοι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι δημιούργησαν θόρυβο για ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Δεν μπορείς να βασιστείς στη μαρτυρία μερικών ευφάνταστων παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. εὐφάνταστος]

ευφημισμός ο [efimizmós] Ο17 : (γραμμ.) σχήμα λόγου στο οποίο αντικαθίσταται μια δυσοίωνη, απαγορευμένη ή γενικά πολύ αρνητικά φορτισμένη λέξη ή φράση, με μια άλλη που έχει εντελώς αντίθετη σημασία, π.χ. «Ειρηνικός Ωκεανός» αντί «τρικυμιώδης», «γλυκάδι» αντί «ξίδι», «Ευμενίδες» αντί «Ερινύες» κτλ. || (έκφρ.) κατ΄ ευφημισμό(ν), όταν χρησιμοποιούμε για κπ. ή για κτ. ένα θετικό χαρακτηρισμό που όμως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα: Aυτός είναι κατ΄ ευφημισμόν άνθρωπος, για κτηνώδη άνθρωπο. Διανυκτερεύσαμε σε ένα κατ΄ ευφημισμόν ξενοδοχείο, για να μην το ονομάσω χάνι.

[λόγ. < ελνστ. εὐφημισμός]

ευφημιστικός -ή -ό [efimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ευφημισμό, που λέγεται κατ΄ ευφημισμό: Ευφημιστική χρήση μιας λέξης. Εύξεινος Πόντος είναι το ευφημιστικό όνομα της Mαύρης Θάλασσας. ευφημιστικά ΕΠIΡΡ κατ΄ ευφημισμό.

[λόγ. < ελνστ. εὐφημισ- (εὐφημίζομαι) `χρησιμοποιώ αίσιες λέξεις΄ -τικός]

εύφημος -η / -ος -ο [éfimos] Ε17 : επαινετικός, κυρίως στην έκφραση εύφημη / ~ μνεία, επαινετική αναφορά σε κπ.: Στην τελετή έγινε εύφημη μνεία (των ονομάτων) των μαθητών που ανέπτυξαν κοινωνική δράση. || είδος τιμητικής διάκρισης: Tου απονεμήθηκε το δίπλωμα της εύφημης μνείας. (λόγ.) ευφήμως ΕΠIΡΡ: Tο όνομά του αναφέρθηκε ~.

[λόγ. < ελνστ. εὔφημος, αρχ. σημ.: `αίσιος΄· λόγ. < αρχ. εὐφήμως]

< Προηγούμενο   1... 31 32 [33] 34 35 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες