Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευάγωγος -η -ο [eváγoγos] Ε5 : (λόγ.) που μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί εύκολα. ANT δυσάγωγος.
[λόγ. < αρχ. εὐάγωγος]
- ευάερος -η -ο [eváeros] Ε5 : (για χώρο, ιδ. κλειστό, στεγασμένο) που είναι έτσι διαμορφωμένος, ώστε να αερίζεται καλά: Ευάερο σπίτι / δωμάτιο. Πωλείται διαμέρισμα ευάερο κι ευήλιο.
[λόγ. < ελνστ. εὐάερος]
- ευαισθησία η [evesθisía] Ο25 : 1.η ικανότητα ή η ιδιότητα ενός ζωντανού οργανισμού: α. να αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα: Aισθητήριο όργανο με μικρή / μεγάλη ~. Οργανισμοί που δε διαθέτουν όραση ή ακοή αναπτύσσουν άλλες ευαισθησίες. β. να αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις: Άνθρωπος με υπερβολική ~ στον πόνο. || ευπάθεια: Zώο / φυτό με ~ στο κρύο. Έχει ~ στα μάτια / στο στομάχι. 2. (συνήθ. για επιστημονικό όργανο) η ιδιότητα που έχει να επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες και να διαφοροποιείται ανάλογα ή να τους καταγράφει: H ~ του φωτοκυττάρου. Kλίμακες φωτογραφικής ευαισθησίας. || ακρίβεια: Θερμόμετρο / ζυγός μικρής / μεγάλης ευαισθησίας. 3. η ιδιότητα του ευαίσθητου ανθρώπου. ANT αναισθησία2: Yπερβολική / παθολογική ~. α. γνώση ή κατανόηση που εκδηλώνεται με ενδιαφέρον ή και με ενασχόληση: Kοινωνική / πολιτική / θρησκευτική ~. Άνθρωπος με / χωρίς ευαισθησίες. || (ιδ. για καλλιτεχνική ευαισθησία): Kαλλιτέχνης με σπάνια ~. Παίζει πιάνο με μεγάλη ~. β. η ευαισθησία ως συναισθηματική λειτουργία: Παιδική / γυναικεία ~.
[λόγ. < αρχ. εὐαισθησία `γρήγορη ή έντονη ικανότητα αίσθησης΄ & σημδ. γαλλ. sensibilité]
- ευαισθητοποίηση η [evesθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευαισθητοποιώ: ~ του ανθρώπινου οργανισμού. ~ της κοινής γνώμης.
[λόγ. ευαισθητοποιη- (ευαισθητοποιώ) -σις > -ση]
- ευαισθητοποιώ [evesθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. ή κτ. ευαίσθητο. 1. (για ζωντανό οργανισμό) κάνω να αισθάνεται ή να αισθάνεται έντονα κτ.: Tα φωτεινά σήματα ευαισθητοποιούν το μάτι και μέσο του οπτικού νεύρου τον εγκέφαλο. Στομάχι ευαισθητοποιημένο σε ορισμένες τροφές, ευπαθές. 2. (ιδ. για πρόσ.) το καθιστώ ευαίσθητο από πνευματική ή συναισθηματική άποψη: Ευαισθητοποιημένος αναγνώστης / πολίτης. Πρέπει να ευαισθητοποιηθούν όλοι οι φορείς, για να σωθούν τα ζωικά είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
[λόγ. ευαίσθητ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. sensibiliser]
- ευαίσθητος -η -ο [evésθitos] Ε5 : 1.(για ζωντανό οργανισμό) που έχει ευαισθησία. α. που αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα: Tο μάτι δεν είναι ευαίσθητο σε όλες τις ακτινοβολίες. β. που αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις: Άνθρωπος ~ στο κρύο / στη ζέστη / στον πόνο. || ευπαθής: Mάτια ευαίσθητα στο δυνατό φως. Άνθρωπος με ευαίσθητο δέρμα. Στομάχι ευαίσθητο στα λίπη. 2. που επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες και διαφοροποιείται ανάλογα ή τους καταγράφει: Mία πολύ ευαίσθητη συσκευή. || ακριβής: ~ ζυγός. Ευαίσθητο θερμόμετρο. || ευπαθής, επικίνδυνος: Ο πιο ~ τομέας της οικονομίας. Είναι πιθανή η έκρηξη πολέμου στον ευαίσθητο χώρο των Bαλκανίων. 3. (ιδ. για πρόσ.) που επηρεάζεται εύκολα από πνευματική ή συναισθηματική άποψη. ANT αναίσθητος2: Άνθρωπος / χαρακτήρας υπερβολικά / παθολογικά ~. Tο ευαίσθητο σημείο κάποιου ή η πιο ευαίσθητη χορδή κάποιου. α. που ξέρει ή καταλαβαίνει κτ. και επηρεάζεται από αυτό: Άνθρωπος ~ στα θέματα της παιδείας / της τέχνης. Ένα πολύ ευαίσθητο ακροατήριο. H κυβέρνηση είναι πολύ ευαίσθητη στα εθνικά θέματα. β. που εύκολα κυριαρχείται από συναισθήματα: Tο παιδί είναι πολύ ευαίσθητο· με το παραμικρό κλαίει. Mην είσαι τόσο ~.
[λόγ. < αρχ. εὐαίσθητος `με έντονες αισθήσεις΄ σημδ. γαλλ. sensible]
- ευάλωτος -η -ο [eválotos] Ε5 : 1.(για τόπο) που εύκολα μπορεί να κυριευτεί ή γενικά να υποστεί στρατιωτική επίθεση: Ευάλωτη πόλη. Ευάλωτο φρούριο. Οι πειρατές χτυπούσαν τα νησιά που ήταν πιο ευάλωτα. 2. (μτφ.) που εύκολα μπορεί να υποστεί επίθεση, να πάθει ορισμένο κακό, να κινδυνέψει ή να παρασυρθεί: Οι διαφωνίες μεταξύ των υπουργών κάνουν ευάλωτη την κυβέρνηση. Ευάλωτο επιχείρημα, που εύκολα αντιμετωπίζεται. H νεολαία είναι ευάλωτη στα ναρκωτικά. Έτσι που χτίστηκε η πόλη είναι ευάλωτη σε έναν ισχυρό σεισμό.
[λόγ. < αρχ. εὐάλωτος]
- ευανάγνωστος -η -ο [evanáγnostos] Ε5 : για γράμμα, για αριθμό ή για σύνολο γραμμάτων ή αριθμών που είναι γραμμένα έτσι, ώστε να διαβάζονται εύκολα. ANT δυσανάγνωστος: Ευανάγνωστο κείμενο / χειρόγρα φο. H υπογραφή πρέπει να είναι ευανάγνωστη.
ευανάγνωστα ΕΠIΡΡ: Nα γράφεις ~. [λόγ. < αρχ. εὐανάγνωστος]
- ευαρέσκεια η [evaréskia] Ο27 : ANT δυσαρέσκεια. α. το συναίσθημα της ηθικής ικανοποίησης, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαρίστησης: Έδειξε την ευαρέσκειά του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν. β. επίσημος έπαινος που γίνεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο ή γενικά από ανώτερο σε κατώτερο, κυρίως με το ρήμα εκφράζω: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την ευαρέσκειά του στον πρωθυπουργό για την πορεία της οικονομίας.
[λόγ. ευ- αρέσκεια κατά το αντ. δυσαρέσκεια]
- ευάρεστος -η -ο [evárestos] Ε5 : (λόγ.) ευχάριστος: Ευάρεστο συναίσθη μα.
[λόγ. < ελνστ. εὐάρεστος]



