Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευκτήριος -α -ο [efktírios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ~ οίκος, ιδιωτική οικία με παρεκκλήσιο, κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. || (επέκτ.) χώρος διαμορφωμένος σε ναό.
[λόγ. < μσν. ευκτήριος < αρχ. εὐκ- (συνοπτ. θ. του ρ. εὔχομαι, πρβ. αρχ. μέλλ. εὔξομαι) -τήριος]
- ευκτική η [efktikí] Ο29 : στην αρχαία ελληνική γραμματική, η έγκλιση που εκφράζει αυτό που σημαίνει το ρήμα, ως ευχή εκείνου που μιλάει.
[λόγ. < ελνστ. εὐκτική]
- ευλάβεια η [evlávia] Ο27 : έκφραση τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το θείο ή προς κτ. που θεωρείται ιερό. ANT ανευλάβεια: Εκκλησάκια, δείγματα της ευλάβειας του λαού. Στάθηκε με ~ μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία με (θρησκευτική) ~. (έκφρ.) με θρησκευτική ~, με πολύ μεγάλη προσοχή, με προσήλωση: Παρακολουθούσαν το μάθημα / τον άκουγαν με θρησκευτική ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐλάβεια, αρχ. σημ.: `προσοχή΄]
- ευλαβής -ής -ές [evlavís] Ε10 : για κπ. που εκδηλώνει συναισθήματα τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το Θεό ή προς κτ. πολύ σεβαστό, ιερό· ευλαβικός1. ANT ανευλαβής: ~ προσκυνητής.
(λόγ.) ευλαβώς ΕΠIΡΡ με ευλάβεια, ευλαβικά. [λόγ. < ελνστ. εὐλαβής, αρχ. σημ.: `προσεχτικός΄· λόγ. < αρχ. εὐλαβῶς]
- ευλαβικός -ή -ό [evlavikós] Ε1 : 1.για κπ. που εκδηλώνει ευλάβεια· ευλαβής: Tο ξωκλήσι το φροντίζουν κάποιοι ευλαβικοί άνθρωποι. ~ προσκυνητής της πατρικής γης. 2. που γίνεται με ευλάβεια: Ευλαβική προσφορά των πιστών. Ευλαβικό προσκύνημα.
ευλαβικά ΕΠIΡΡ: H νεολαία κατέθεσε ~ στεφάνι στους τάφους των ηρώων. [λόγ. ευλαβ(ής) -ικός]
- ευλαβούμαι [evlavúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εκδηλώνω ευλάβεια, σέβομαι κπ. ή κτ.: Ευλαβείται τους γονείς του / τους νόμους.
[λόγ. < αρχ. εὐλαβοῦμαι `τιμώ το θεό΄]
- εύληπτος -η -ο [évliptos] Ε5 : 1.(για φάρμακο ή για τροφή) που λαμβάνεται εύκολα, που μπορεί κανείς να τον καταπιεί ή να τον μασήσει χωρίς δυσκολία. 2. (μτφ.) για έννοια, νόημα που δεν παρουσιάζει δυσκολία στην κατανόηση: Ένα κείμενο / βιβλίο εύληπτο για μικρά παιδιά. H διδασκαλία γίνεται με εύληπτο τρόπο.
εύληπτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2 κατανοητά. [λόγ.: 1: αρχ. εὔληπτος `που παίρνεται εύκολα΄· 2: σημδ. γαλλ. compréhensible]
- ευλίμενος -η -ο [evlímenos] Ε5 : (λόγ.) χαρακτηρισμός τόπου που έχει ασφαλή φυσικά λιμάνια.
[λόγ. < αρχ. εὐλίμενος]
- ευλογημένος -η -ο [evlojiménos] Ε3 : 1α.που έχει δεχτεί τις ευλογίες του Θεού, της εκκλησίας ή προσώπου που θεωρείται πολύ σεβαστό. ANT καταραμένος: Aς είσαι ευλογημένο παιδί μου. Tο ψωμί είναι ευλογημένο από το Θεό. Οι ευλογημένοι καρποί της γης, πολύτιμοι, που χαρίζουν ευτυχία. (έκφρ.) ευλογημένη να είναι η ώρα που
, όταν αναφερόμαστε σε κτ. που έφερε ευτυχία, που ήταν ευλογία Θεού. || που έχει πλούσια υλικά ή πνευματικά αγαθά, που είναι ευτυχισμένος: H πατρίδα μας είναι ~ τόπος. Είναι μια ευλογημένη οικογένεια. β. (για το Θεό) δοξασμένος: Aς είναι ευλογημένο το Όνομά Tου. 2. για να δηλώσουμε, με συγκαλυμμένο τρόπο, τη στενοχώρια, τη δυσανασχέτηση ή τον ψόγο μας· χριστιανός3α: Άργησε πάλι αυτός ο ~! Tι θέλεις πάλι, ευλογημένε; Tι έκανες, ευλογημένη μου!
[ελνστ. εὐλογημένος μππ. του αρχ. εὐλογῶ]
- ευλόγηση η [evlójisi] Ο33 : (κυρ. εκκλ.) η ενέργεια του ευλογώ: H ~ των προσφορών από τον ιερέα.
[λόγ. < ελνστ. εὐλόγη(σις) -ση]



