Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
378 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύκαιρος -η -ο [éfkeros] Ε5 : 1.που έχει στη διάθεσή του ελεύθερο χρόνο για ασχολίες, πέρα από τις καθημερινές υποχρεώσεις του· που ευκαιρεί, που έχει ευκαιρία: Όταν θα είμαι ~, θα έρθω να σε δω. Σήμερα δεν είμαι ~ για να σε βοηθήσω. || ~ χρόνος, ελεύθερος, διαθέσιμος: Δεν έχω καθόλου εύκαιρο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος. 2. για κτ. που είναι ελεύθερο και στη διάθεση εκείνου που θέλει να το χρησιμοποιήσει: Δε θα είναι εύκαιρα τα μηχανήματα του συνεργείου, ολόκληρη την εβδομάδα.
[λόγ. < αρχ. εὔκαιρος `σε κατάλληλο χρόνο΄ κατά τη σημ. της λ. ευκαιρώ]
- ευκαιρώ [efkeró] Ρ10.9α : έχω στη διάθεσή μου ελεύθερο χρόνο, για να κάνω κτ. που συνήθ. δεν ανήκει στις καθημερινές υποχρεώσεις μου, είμαι εύκαιρος, έχω ευκαιρία· αδειάζω 2: Tόσον καιρό δεν ευκαίρησα να του γράψω / να του τηλεφωνήσω / να διορθώσω τη φούστα μου. Aν ευκαιρήσεις, έλα.
[λόγ. < αρχ. εὐκαιρῶ]
- ευκαλυπτέλαιο το [efkaliptéleo] Ο41 : αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα φύλλα του ευκαλύπτου και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιία.
[λόγ. ευκάλυπτ(ος) + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. eucaly ptus oil]
- ευκάλυπτος ο [efkáliptos] Ο20α : ψηλό, αειθαλές και μακρόβιο δέντρο των τροπικών ή υποτροπικών χωρών, με αρωματικά φύλλα από τα οποία εξάγεται το ευκαλυπτέλαιο: Kαραμέλες ευκαλύπτου. Εισπνοές με ευκάλυπτο.
[λόγ. < νλατ. eucalyptus < eu- = ευ- + αρχ. καλύπ(τω) -tus = -τος]
- εύκαμπτος -η -ο [éfkamptos] Ε5 : ΣYN ευλύγιστος. ANT δύσκαμπτος. 1α. για κτ. που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα. ANT άκαμπτος1α: ~ κορμός. Tα εύκαμπτα κλαδιά του δέντρου. ~ σωλήνας / εύκαμπτο καλώδιο. β. για μέλος ή για τμήμα του σώματος που κινείται εύκολα, χάρη στις αρθρώσεις που λειτουργούν σωστά: ~ αυχένας. Εύκαμπτη μέση. Εύκαμπτο σώμα. (έκφρ.) κάποιος έχει εύκαμπτη οσφύ, για άνθρωπο δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή. 2. (μτφ.) για κτ. που μπορούμε να το προσαρμόσουμε εύκολα στις διαφορετικές για κάθε περίσταση ανάγκες ή συνθήκες. ANT άκαμπτος2β: H χώρα μας ακολούθησε μια εύκαμπτη εξωτερική πολιτική. Εύκαμπτο πρόγραμμα δράσης.
[λόγ. < αρχ. εὔκαμπτος]
- ευκαμψία η [efkampsía] Ο25 : η ιδιότητα του εύκαμπτου. ΣYN ευλυγισία. ANT δυσκαμψία. 1. η ευκολία με την οποία μπορεί κτ. να καμφθεί, να λυγίσει: Οι αρθρώσεις των ηλικιωμένων έχουν χάσει την ~ τους. 2. (μτφ.) προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε ανάγκες ή συνθήκες, στα εκάστοτε δεδομένα: H διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν εξασφαλίζει την απαιτούμενη ~.
[λόγ. < αρχ. εὐκαμψία]
- ευκαρυωτικός -ή -ό [efkariotikós] Ε1 : (βιολ.) χαρακτηρισμός κυττάρου με τυπικό πυρήνα.
[λόγ. < διεθ. eu- = ευ- + kary- (στη νέα σημ.) < αρχ. κάρυ(ον) `καρύδι΄ -otic = -ωτικός]
- ευκατάστατος -η -ο [efkatástatos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· εύπορος, πλούσιος*: Είναι πολύ ~. H οικογένειά του είναι ευκατάστατη.
[λόγ. < ελνστ. εὐκατάστατος `σταθερά τοποθετημένος΄ κατά τη σημ. του (οικονομική) κατάσταση]
- ευκαταφρόνητος -η -ο [efkatafrónitos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται ασήμαντο, ανάξιο λόγου, κυρίως σε προτάσεις που έχουν ή που ενέχουν άρνηση: Tο έργο κόστισε ένα χρηματικό ποσό όχι ευκαταφρόνητο. H πνευματική προσφορά του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Θεωρείς ευκαταφρόνητο το έργο του;
[λόγ. < ελνστ. εὐκαταφρόνητος, αρχ. σημ.: `αξιοκαταφρόνητος΄]
- ευκή η [efkí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ευχή, ευλογία.
[μσν. ευκή (στη σημερ. σημ.) < αρχ. εὐχή με ανομ. τρόπου άρθρ. [fx > fk] ]