Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
378 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευθυγράμμιση η [efθiγrámisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευθυγραμμίζω. 1. (για πρόσ. ή πργ.) τοποθέτηση σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: ~ γραμμάτων / στίχων / αντικειμένων. || H ~ των τροχών του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) προσαρμογή, κοινή γραμμή, κοινή συμπεριφορά: Επιβάλλεται η ~ της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
[λόγ. ευθυγραμμι- (ευθυγραμμίζω) -σις > -ση]
- ευθύγραμμος -η -ο [efθíγramos] Ε5 : 1.που σχηματίζει ευθεία γραμμή ή συμπίπτει με αυτή: Ευθύγραμμη κίνηση / πορεία / παράταξη. || (φυσ.): Ευθύγραμμη κίνηση. 2. (μαθημ.) που έχει σχέση με την ευθεία γραμμή: Ευθύγραμμο τμήμα, το τμήμα της ευθείας που έχει συγκεκριμένα άκρα: Tο ευθύγραμμο τμήμα AB. Ευθύγραμμο σχήμα, που αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα: Tο τρίγωνο και το παραλληλόγραμμο είναι ευθύγραμμα σχήματα. Ευθύγραμμη τριγωνομετρία.
ευθύγραμμα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. εὐθύγραμμος]
- ευθυκρισία η [efθikrisía] Ο25 : η δυνατότητα κάποιου να κρίνει και γενικά να σκέφτεται σωστά: Δικαστής γνωστός για την τιμιότητά του και την ~ του.
[λόγ. ευθυ- 1 + κρίσ(ις) -ία κατά το ελνστ. δικαιοκρισία `δίκαιη κρίση΄]
- ευθυμία η [efθimía] Ο25 : καλή, ιδίως χαρούμενη, ψυχική διάθεση· κέφι. ANT δυσθυμία: Πετυχημένα πειράγματα που προκαλούν όχι διαμαρτυρίες αλλά ~ στη συντροφιά. || χαρούμενη διάθεση, κέφι που οφείλεται σε κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών: Πίνει, ώσπου να φτάσει σε κατάσταση ευθυμίας.
[λόγ. < αρχ. εὐθυμία]
- ευθυμογράφημα το [efθimoγráfima] Ο49 : πεζό δημοσιογραφικό είδος με χιουμοριστικό περιεχόμενο: Γράφει ευθυμογραφήματα σε περιοδικά και εφημερίδες.
[λόγ. εύθυμ(ος) -ο- + -γράφημα]
- ευθυμογραφία η [efθimoγrafía] Ο25 : συγγραφή ευθυμογραφημάτων.
[λόγ. ευθυμογράφ(ος) -ία]
- ευθυμογραφικός -ή -ό [efθimoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ευθυμογράφημα: Ευθυμογραφική διήγηση. Ευθυμογραφικό ύφος / στιλ.
[λόγ. ευθυμογράφ(ος) -ικός]
- ευθυμογράφος ο [efθimoγráfos] Ο18 : αυτός που γράφει ευθυμογραφήματα.
[λόγ. εύθυμ(ος) -ο- + -γράφος]
- εύθυμος -η -ο [éfθimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από ευθυμία. ANT δύσθυμος: ~άνθρωπος / χαρακτήρας / τύπος. Εύθυμη συντροφιά. Εύθυμη χήρα*. 2. που προκαλεί ευθυμία: Εύθυμη διήγηση / ιστορία.
εύθυμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὔθυμος]
- ευθυμώ [efθimó] Ρ10.9α : (λόγ.) είμαι σε κατάσταση ευθυμίας: Ήπιαμε λίγο κρασί, ευθυμήσαμε κι αρχίσαμε το τραγούδι.
[λόγ. < αρχ. εὐθυμῶ]