Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφημιστικός
1 εγγραφή
ευφημιστικός -ή -ό [efimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ευφημισμό, που λέγεται κατ΄ ευφημισμό: Ευφημιστική χρήση μιας λέξης. Εύξεινος Πόντος είναι το ευφημιστικό όνομα της Mαύρης Θάλασσας. ευφημιστικά ΕΠIΡΡ κατ΄ ευφημισμό.

[λόγ. < ελνστ. εὐφημισ- (εὐφημίζομαι) `χρησιμοποιώ αίσιες λέξεις΄ -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες