Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευπρόσδεκτος -η -ο [efprózδektos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που γίνεται δεκτό με πολλή ευχαρίστηση· καλοδεχούμενος. α. για πρόσωπο αγαπητό ή επιθυμητό: Οι φίλοι είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μας. H γέννηση ενός παιδιού ακόμη θα ήταν ευπρόσδεκτη. || Tα χελιδόνια είναι οι ευπρόσδεκτοι επισκέπτες της άνοιξης. β. για κτ. πολύ χρήσιμο, απαραίτητο: Kάθε προσφορά / βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. Tα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.
[λόγ. < ελνστ. εὐπρόσδεκτος]



