Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευμεγέθη
1 item total
ευμεγέθης -ης -ες [evmejéθis] Ε11α : (λόγ.) που έχει μεγάλο ή ικανοποιητικό μέγεθος: Tο λεξικό αποτελείται από δύο ευμεγέθεις τόμους. Ευμέγεθες φυτό. || (μτφ.): Tο σκάνδαλο πήρε ευμεγέθεις διαστάσεις.

[λόγ. < αρχ. εὐμεγέθης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go