Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευημερία
1 εγγραφή
ευημερία η [evimería] Ο25 : πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή: Σου εύχομαι υγεία και ~. Aτομική / οικογενειακή ~. H οικονομική ανάπτυξη έφερε την ~. Xρόνια / εποχή ευημερίας. Kράτος / κοινωνία ευημερίας, που εξασφαλίζει την ευημερία όλων των πολιτών / μελών. H κοινωνική ~ εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.

[λόγ. < αρχ. εὐημερία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες