Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευεργετικός
1 εγγραφή
ευεργετικός -ή -ό [everjetikós] Ε1 : 1.που είναι ωφέλιμος για κπ. ή για κτ.: Ευεργετική δράση. Ευεργετικές συνέπειες. Ευεργετικά αποτελέσματα. Tο κλίμα του βουνού ασκεί ευεργετική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου. Mια βροχή πολύ ευεργετική για τις καλλιέργειες. 2. (παρωχ.): (Θεατρική) παράσταση ευεργετική για κπ., που τα έσοδά της δίνονταν σε ορισμένο πρόσωπο, ιδίως ηθοποιό, ως βοήθημα. (έκφρ.) έχω την ευεργετική μου, για κπ. που του συμβαίνουν πολλές μικρές ατυχίες ή αναποδιές· (πρβ. έκφρ. έχω την τιμητική* μου). ευεργετικά ΕΠIΡΡ: Tα σπορ επιδρούν ~ στην υγεία.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐεργετικός `που κάνει ευεργεσίες΄· 2: σημδ. αγγλ. benefit performance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες