Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευεργεσία
1 εγγραφή
ευεργεσία η [everjesía] Ο25 : καλή, φιλάνθρωπη πράξη την οποία κάνει κάποιος για να ωφελήσει κπ. άλλο που συνήθ. την έχει ανάγκη, παροχή βοήθειας σε κπ.: Δε θα ξεχάσω ποτέ την ~ που μου κάνατε και θα σας ευγνωμονώ σε όλη μου τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. εὐεργεσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες