Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευδαίμονας [evδémonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που βρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας· ευδαίμων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐδαίμων, αιτ. -ονα]
- ευδαιμονία η [evδemonía] Ο25 : ευτυχία συνήθ. πολύ έντονη: Bρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας. || συνεχής ψυχική ηρεμία: Ένας συνεχής αγώνας για ηθική τελείωση και ~.
[λόγ. < αρχ. εὐδαιμονία]
- ευδαιμονικός -ή -ό [evδemonikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην ευδαιμονία ή στον ευδαίμονα: Ευδαιμονικό χαμόγελο. 2. που δέχεται ως υπέρτατο αγαθό την ευδαιμονία· ευδαιμονιστικός: Ευδαιμονικοί φιλόσοφοι.
[λόγ.: 1: αρχ. εὐδαιμονικός· 2: σημδ. γαλλ. eudémonique (στη νέα σημ.) < eudémon(isme) = ευδαιμον(ισμός) -ique = -ικός]
- ευδαιμονισμός ο [evδemonizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως ύψιστο αγαθό την ευδαιμονία.
[λόγ. < αρχ. εὐδαιμονισμός `το να θεωρείς κπ. ευδαίμονα΄ σημδ. γαλλ. eudémonisme (στη νέα σημ.) < αρχ. εὐδαιμονισμός]
- ευδαιμονιστής ο [evδemonistís] Ο7 θηλ. ευδαιμονίστρια [evδemonístria] Ο27 : οπαδός του ευδαιμονισμού.
[λόγ. < γαλλ. eudémoniste < eudé mon(isme) = ευδαιμον(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. ευδαιμονισ(τής) -τρια]
- ευδαιμονιστικός -ή -ό [evδemonistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ευδαιμονισμό ή στον ευδαιμονιστή: Ευδαιμονιστική ηθική / διδασκαλία.
[λόγ. ευδαιμονιστ(ής) -ικός]
- ευδαιμονώ [evδemonó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευδαιμονίας.
[λόγ. < αρχ. εὐδαιμονῶ]
- ευδαίμων -ων -ον [evδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας· ευδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐδαίμων]



