Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ%
378 εγγραφές [261 - 270]
ευρυχωρία η [evrixoría] Ο25 : η ιδιότητα του ευρύχωρου, άνεση χώρου: Tο δωμάτιο έχει μεγάλη ~. Έχουμε αρκετή ~ στο σπίτι μας. Έχουμε μεγάλη στενότητα χώρου, μας λείπει η ~.

[λόγ. < αρχ. εὐρυχωρία]

ευρύχωρος -η -ο [evríxoros] Ε5 : (για χώρο) που έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες για τις οποίες προορίζεται. ANT στενόχωρος1: Σχολεία με ευρύχωρες αίθουσες και αυλές. Ευρύχωρη ντουλάπα. Ευρύχωρο αυτοκίνητο. || Ευρύχωρα ρούχα / παπούτσια, αρκετά φαρδιά και άνετα. ευρύχωρα ΕΠIΡΡ: Στο καινούριο σπίτι είμαστε ~, έχουμε ευρυχωρία.

[λόγ. < αρχ. εὐρύχωρος]

ευρώ το [evró] Ο (άκλ.) : το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. < γαλλ. euro < σύντμ. της λ. Εuro(pe) = Ευρώ(πη) (ορθογρ. δαν.)]

ευρω- [evro] : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά που έχουν ως β' συνθετικό κάποια λέξη, ελληνικής ή και ξένης προέλευσης· (πρβ. γιουρο-): α. με αναφορά στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: ~μπάσκετ. || στη δυτική Ευρώπη: ~κομμουνισμός, ~σοσιαλισμός. β. συχνότερα με αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~βουλευτής, ~κοινοβούλιο.

[λόγ. < διεθ. euro- < αρχ. Εὐρώ(πη) ως α' συνθ.: ευρω-κράτης < γαλλ. eurocrate (κατά το techno-crate = τεχνο-κράτης), ευρω-δολάριο < αγγλ. eurodollar]

ευρωβουλευτής ο [evrovuleftís] Ο7 θηλ. ευρωβουλευτής [evrovuleftís] & ευρωβουλευτίνα [evrovuleftína] Ο26 : μέλος του ευρωκοινοβουλίου.

[λόγ. ευρω- + βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ευρωβουλευτ(ής) -ίνα]

ευρωβουλή η [evrovulí] Ο29 : το ευρωκοινοβούλιο.

[λόγ. ευρω- + βουλή μτφρδ. Εuropean parliament]

ευρωδολάριο το [evroδοlário] Ο40 : συνάλλαγμα σε δολάρια των HΠA που είναι κατατεθειμένα σε ευρωπαϊκές τράπεζες.

[λόγ. < αγγλ. euro dollar < euro- = ευρω- + dollar = δολάριο]

ευρωεκλογές οι [evroeklojés] Ο29 : οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του ευρωκοινοβουλίου: H επικείμενες ~ είναι αναπόφευκτο ότι θα έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία.

[λόγ. ευρω- + εκλογές]

ευρωκοινοβούλιο το [evrokinovúlio] Ο40 : κοινοβούλιο που αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. ευρω- + κοινοβούλιο μτφρδ. Εuropean parliament]

ευρωκομμουνισμός ο [evrokomunizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, κατά τη δεκαετία του 1970, με αποκλίσεις από τη σκληρή ιδεολογική γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων της Aνατολικής Ευρώπης.

[λόγ. < αγγλ. euro-communism < euro- = ευρω- + communism = κομμουνισμός]

< Προηγούμενο   1... 25 26 [27] 28 29 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες