Dictionary of Standard Modern Greek
| 378 items total [311 - 320] | << First < Previous Next > Last >> |
- ευτελισμός ο [eftelizmós] Ο17 : η ενέργεια του ευτελίζω, ηθικός ή πνευματικός υποβιβασμός· εξευτελισμός.
[λόγ. < ελνστ. εὐτελισμός]
- εύτηκτος -η -ο [éftiktos] Ε5 : (φυσ.) για στερεό που όταν θερμαίνεται τήκεται, που λιώνει εύκολα: Tο μολύβι είναι εύτηκτο μέταλλο.
[λόγ. < αρχ. εὔτηκτος]
- ευτοκία η [eftokía] Ο25 : (ιατρ.) φυσιολογικός, εύκολος τοκετός. ANT δυστοκία.
[λόγ. < ελνστ. εὐτοκία]
- ευτολμία η [eftolmía] Ο25 : (λόγ.) θάρρος για εκτέλεση γενναίων πράξεων.
[λόγ. < αρχ. εὐτολμία]
- ευτράπελος -η -ο [eftrápelos] Ε5 : για κτ. που είναι αστείο, που προκαλεί γέλιο: Ευτράπελες ιστορίες / διηγήσεις. || (μειωτ.) για κπ. ή για κτ. που είναι γελοίο, που δεν αξίζει να το λάβει κανείς σοβαρά υπόψη: Mε τα καμώματά του έχει καταντήσει ~. Mας είπε ότι δήθεν υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και πολλά άλλα ευτράπελα.
[λόγ. < αρχ. εὐτράπελος]
- ευτραφής -ής -ές [eftrafís] Ε10 : 1.(λόγ.) καλοθρεμμένος. 2. ειρωνικά ή με συγκαλυμμένο τρόπο για λόγους ευγένειας, για κπ. που είναι παχύς, χοντρός: Mια ~ κυρία.
[λόγ. < αρχ. εὐτραφής]
- ευτρεπίζω [eftrepízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ., σπάν.) ευπρεπίζω.
[λόγ. < ελνστ. εὐτρεπίζω `ετοιμάζω΄, εὐτρεπίζομαι `ετοιμάζω για δική μου χρήση΄ σημδ. γαλλ. parer, se parer]
- ευτρεπισμός ο [eftrepizmós] Ο17 : (λόγ., σπάν.) ευπρεπισμός.
[λόγ. < ελνστ. εὐτρεπισμός `προετοιμασία΄ κατά την αλλ. της σημ. του ευτρεπίζω]
- ευτροφισμός ο [eftrofizmós] Ο17 : (οικολ.) υπερβολική ανάπτυξη φυτικών οργανισμών σε λίμνες ή σε κλειστές θάλασσες (εξαιτίας της αυξημένης ποσότητας θρεπτικών ουσιών που προέρχονται από απόβλητα, λιπάσματα κτλ.), που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζωικών οργανισμών: Ο ~ είναι μια μορφή ρύπανσης του περιβάλλοντος.
[λόγ. < αγγλ. eutrophy (στη νέα σημ.) < αρχ. εὐτροφ(ία) `με καλή τροφή, σε ακμαία κατάσταση΄ -ισμός]
- ευτύχημα το [eftíxima] Ο49 : γεγονός πολύ ευχάριστο, περίπτωση ή σύμπτωση πολύ ευνοϊκή, στις εκφράσεις το ~ είναι / είναι ~ (ότι)
ANT το δυστύχημα είναι / είναι δυστύχημα (ότι)
: Tο ~ είναι ότι σώθηκαν όλοι οι ναυαγοί. Ήταν ~ που δεν πούλησα το σπίτι / που είχε τόσο καλούς δασκάλους. Δεν επικράτησε η άποψή του, και ήταν ~. έχω το ~ να
, έχω την ευτυχία να
[λόγ. < αρχ. εὐτύχημα]



