Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ%
378 εγγραφές [301 - 310]
ευσυνειδησία η [efsiniδisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευσυνείδητου, η συνέπεια και η αφοσίωση στην εκτέλεση επαγγελματικών, κοινωνικών ή άλλων υποχρεώσεων. ANT ασυνειδησία: Kανένας δεν αμφισβήτησε την ~ των δασκάλων μας. Εργάστηκε με πολλή / με μεγάλη ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐσυνειδησία `καθαρή συνείδηση, ακεραιότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ευσυνείδητος]

ευσυνείδητος -η -ο [efsiníδitos] Ε5 : 1.που ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης, με αποτέλεσμα να εκτελεί το καθήκον του με επιμέλεια, με ενδιαφέρον και με εντιμότητα. ANT ασυνείδητος: Είναι ~ υπάλληλος / τεχνίτης / γιατρός / δάσκαλος. Ένας ~ οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του. 2. για έργο ή για ενέργεια που έχει γίνει με επιμέλεια, ενδιαφέρον και εντιμότητα: Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά. ευσυνείδητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐσυνείδητος `με καθαρή συνείδηση, τίμιος΄ σημδ. γαλλ. consciencieux]

ευσύνοπτος -η -ο [efsínoptos] Ε5 : για γραπτό ή για προφορικό λόγο: α. που συνοψίζεται εύκολα, του οποίου την κεντρική ιδέα και τα ουσιώδη σημεία μπορεί κανείς να τα συλλάβει και να τα συγκρατήσει εύκολα: Ευσύνοπτη έκθεση / παρουσίαση των γεγονότων / των προβλημάτων. β. που είναι συνοπτικός, περιληπτικός. ευσύνοπτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὐσύνοπτος]

εύσχημος -η -ο [éfsximos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με πειστικό τρόπο, έτσι ώστε να φαίνεται δικαιολογημένο, αληθινό: Εύσχημη άρνηση / αναχώρηση. Aπέφυγε με εύσχημο τρόπο να απαντήσει. Θα βρω έναν εύσχημο τρόπο για να φύγω πριν από το τέλος της γιορτής. (λόγ.) ευσχήμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὔσχημος (αρχ. εὐσχήμων) `χαριτωμένος, με πλαστό εξωτερικό΄· λόγ. < αρχ. εὐσχήμως]

εύσωμος -η -ο [éfsomos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι αρκετά παχύς, με κανονική όμως διάπλαση και που έχει κανονικό ή ψηλό ανάστημα.

[λόγ. < ελνστ. εὔσωμος `με γερό σώμα΄ κατά τη σημ. του αρχ. εὐσώματος `καλά αναπτυγμένος΄]

εύτακτος -η -ο [éftaktos] Ε5 : (λόγ.) φρόνιμος3. ANT άτακτος.

[λόγ. < αρχ. εὔτακτος]

ευταξία η [eftaksía] Ο25 : (λόγ.) α. ύπαρξη τάξης. β. φρονιμάδα.

[λόγ. < αρχ. εὐταξία]

ευτέλεια η [eftélia] Ο27 : η ιδιότητα του ευτελούς. 1. πολύ χαμηλή ποιότητα: H ~ των υλικών και η έλλειψη καλαισθησίας χαρακτηρίζουν τα σκηνικά της παράστασης. 2. χυδαιότητα, προστυχιά: Είναι γνωστή η ~ των κινήτρων του / του χαρακτήρα του.

[λόγ. < αρχ. εὐτέλεια]

ευτελής -ής -ές [eftelís] Ε10 : 1.για κτ. του οποίου η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή· φτηνός2: Ο λευκοσίδηρος είναι ευτελές μέταλλο. Ευτελέστατα προϊόντα που όμως κοστίζουν πανάκριβα. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα, για κπ. ή για κτ. που είναι πρόστυχο, χυδαίο: Xρησιμοποίησε ευτελή μέσα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του / για να ανεβεί κοινωνικά. Ευτελείς πράξεις. Ευτελή κίνητρα. Είναι πολύ ~ (άνθρωπος).

[λόγ. < αρχ. εὐτελής]

ευτελίζω [eftelízo] -ομαι Ρ2.1 : μειώνω πάρα πολύ το κύρος, την ηθική ή την πνευματική αξία κάποιου· εξευτελίζω: Ο αχαλίνωτος κομματισμός έχει ευτελίσει την πολιτική ζωή του τόπου. Ευτελίζονται προαιώνιες αξίες.

[λόγ. < ελνστ. εὐτελίζω]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες