Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευσέβεια η [efsévia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσεβούς, ο σεβασμός προς το θείο. ANT ασέβεια: Είναι γνωστή η ~ του ελληνικού λαού. Οι όσιοι τιμήθηκαν από την εκκλησία για την ευσέβειά τους.
[λόγ. < αρχ. εὐσέβεια]
- ευσεβής -ής -ές [efsevís] Ε10 : α.που τον κατέχουν συναισθήματα πίστης, υποταγής και αγάπης για το Θεό. ANT ασεβής: ~ άνθρωπος / χριστιανός / λαός. ~ προσκυνητής, ευλαβής. β. που ταιριάζει στον ευσεβή άνθρωπο: ~ ζωή. (έκφρ.) ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητες και απραγματοποίητες επιθυμίες, και ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε σχέδια, συνήθ. αντιπάλων μας, τα οποία δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: H κάθοδος στο Aιγαίο ήταν πάντοτε ευσεβείς πόθοι των γειτόνων μας.
(λόγ.) ευσεβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐσεβής, εὐσεβῶς]
- ευσεβισμός ο [efsevizmós] Ο17 : θρησκευτικό κίνημα των διαμαρτυρομένων, που δίδασκε ότι ο ευσεβής βίος και η φιλανθρωπία είναι ανώτερα από τη δογματική πίστη.
[λόγ. ευσεβ(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Ρietismus]
- εύσημο το [éfsimo] Ο40 : διάκριση που δινόταν στους επιμελείς και πειθαρχικούς μαθητές και με επέκταση, κάθε μορφή τιμητικής διάκρισης και αναγνώρισης της προσφοράς κάποιου: H πολιτεία τού έδωσε εύσημα για το κοινωνικό έργο του. Διαθέτει εύσημα για τους δημοκρατικούς αγώνες του. || (ειρ.): Γιατί σκοτώνεσαι στη δουλειά; Για να πάρεις το ~; Πήρε το ~ της βλακείας.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εὔσημα τά `τιμητικά παράσημα΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. insignia (αρχ. εὔσημος `που διακρίνεται εύκολα από σημάδια΄)]
- ευσπλαχνία η [efsplaxnía] & ευσπλαγχνία η [efsplaŋxnía] Ο25 : η ιδιότητα του εύσπλαχνου, η λύπη για τη δυστυχία κάποιου ανθρώπου και η διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση· φιλευσπλαχνία. ANT ασπλαχνία: Δείξε λίγη ~ γι΄ αυτό / σε αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα.
[λόγ. < ελνστ. εὐσπλαγχνία (αρχ. σημ.: `σταθερότητα΄) και απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνικός]
- ευσπλαχνίζομαι [efsplaxnízome] & ευσπλαγχνίζομαι [efsplaŋxnízome] Ρ2.1β : αισθάνομαι λύπη για τη δυστυχία κάποιου και δείχνω διάθεση να τον βοηθήσω, τον συμπονώ, κυρίως σε λόγο συναισθηματικά φορτισμένο· σπλαχνίζομαι: Aς μας ευσπλαχνιστεί ο Θεός στη δυστυχία μας. Ευσπλαχνίσου με, παιδί μου!
[λόγ. < ελνστ. εὐσπλαχνίζομαι και απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνίζομαι]
- ευσπλαχνικός -ή -ό [efsplaxnikós] & ευσπλαγχνικός -ή -ό [efsplaŋxnikós] Ε1 : σπλαχνικός 1. α. που ευσπλαχνίζεται κπ.· εύσπλαχνος. β. που εκδηλώνει ευσπλαχνία.
ευσπλαχνικά & ευσπλαγχνικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ευσπλαγχνικός < εύσπλαγχν(ος) -ικός· μσν. ευσπλαχνικός < ευσπλαγχνικός με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνικός]
- εύσπλαχνος -η -ο [éfsplaxnos] & εύσπλαγχνος -η -ο [éfsplaŋxnos] Ε5 : που ευσπλαχνίζεται κπ., φιλεύσπλαχνος, σπλαχνικός. ANT άσπλαχνος.
[λόγ. < ελνστ. εὔσπλαγχνος, αρχ. σημ.: `με υγιή σπλάχνα΄ με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνικός]
- ευσταθεί [efstaθí] Ρ (στο γ' πρόσ., κυρ. στο ενεστ. θ.) : (συνήθ. σε αρνητ. πρότ.) για άποψη, κρίση που δε στηρίζεται στη λογική ή σε πραγματικά δεδομένα: Δεν ~ το επιχείρημα / ο ισχυρισμός ότι
Δεν ευσταθούν οι εναντίον του κατηγορίες.
[λόγ. γ' πρόσ. < αρχ. εὐσταθῶ `είμαι σταθερός, έχω καλή υγεία΄ σημδ. του νεοελλ. στέκει καλά]
- ευστάθεια η [efstáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσταθούς, η κατάσταση του σώματος που διατηρεί την ισορροπία του, που είναι σταθερό. ANT αστάθεια: H ~ των σύγχρονων πλοίων είναι μεγάλη. Οι μεγάλοι τροχοί δίνουν ~ στο όχημα. Εάν αφαιρεθούν τα υποστυλώματα, το κτίριο θα χάσει την ευστάθειά του και θα καταρρεύσει. Έπεσε, γιατί δεν έχει ~ στο βάδισμα.
[λόγ. < αρχ. εὐστάθεια]



