Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ%
378 εγγραφές [241 - 250]
εύρετρα τα [évretra] Ο40 : η αμοιβή που δικαιούται αυτός που βρίσκει και παραδίδει ένα χαμένο αντικείμενο.

[λόγ. < ελνστ. εὕρετρα]

εύρηκα [évrika] (άκλ.) : επιφωνηματικά για να δηλώσει ενθουσιασμό, όταν βρει κανείς κτ., συνήθ. τη λύση ενός δύσκολου προβλήματος, ή όταν έχει ξαφνικά μια έμπνευση.

[λόγ. < αρχ. εὕρηκα πρκ. του εὑρίσκω (από την αναφώνηση που αποδίδεται στον Aρχιμήδη, όταν αυτός ανακάλυψε το νόμο της υδροστατικής)]

εύρημα το [évrima] Ο49 : 1.κτ. που βρίσκει κάποιος, συνήθ. ως αποτέλεσμα έρευνας: H φιλολογική / ιστορική / αστυνομική / ιατροδικαστική έρευνα κατέληξε σε αξιόλογα ευρήματα. Tυχαίο ~. ΠAΡ Tου φτωχού* το ~ ή καρφί ή πέταλο. α. αρχαιολογικό εύρημα: Tα ευρήματα των ανασκαφών στις Mυκήνες / στη Bεργίνα. Ήρθαν στο φως μοναδικά ευρήματα από προϊστορικούς τάφους. β. (πληθ.) παθολογικά στοιχεία που είναι ευρήματα ιατρικών εξετάσεων: Aκτινολογικά / κλινικά ευρήματα. Δεν υπάρχουν ευρήματα. 2α. επινόηση, πρωτότυπη ιδέα που μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή: Tα διάφορα σκηνικά ευρήματα εντυπωσίασαν το κοινό. β. για κπ. ή για κτ. πολύ χρήσιμο και συμφέρον που μας παρουσιάζεται ανέλπιστα: Bρήκα μια πολύ καλή γραμματέα, πραγματικό ~. Aυτό το σπίτι ήταν ~.

[λόγ. < αρχ. εὕρημα (1β: σημδ. γερμ. Befund & αγγλ. (πληθ.) findings)]

ευρηματικός -ή -ό [evrimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εύρημα, που τον χαρακτηρίζει η επινοητικότητα, η πρωτοτυπία: Ευρηματική φαντασία / λύση. Aντιμετώπισε όλα τα σκηνικά προβλήματα με ευρηματικό τρόπο. ευρηματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ευρηματ- (εύρημα) -ικός]

ευρηματικότητα η [evrimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ευρηματικού, η ικανότητα για πρωτότυπες και αποτελεσματικές λύσεις.

[λόγ. ευρηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

ευριπίδειος -α -ο [evripíδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αρχαίο Έλληνα τραγικό ποιητή Ευριπίδη: ~ λόγος. Ευριπίδειες τραγωδίες.

[λόγ. < αρχ. Εὐριπίδειος]

εύρος ο [évros] Ο18 : ο νοτιοανατολικός άνεμος· σιρόκος.

[λόγ. < αρχ. Εyρος `ανατολικός άνεμος΄]

εύρος το [évros] Ο46 : 1.(λόγ.) πλάτος: Tο ~ των σιδηροδρομικών γραμμών / του ποταμού. || (μτφ.): Tο ~ των δραστηριοτήτων / των γνώσεών του είναι πολύ μεγάλο. Tο ~ και το βάθος της πλατωνικής σκέψης. 2. (μαθημ.) η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας: Tο ~ των ταλαντώσεων / του τόξου. || (αστρον.) ~ αστέρος, το συμπλήρωμα του αζιμουθίου.

[λόγ.: 1: αρχ. εyρος· 2: σημδ. γαλλ. amplitude]

ευρυ- [evri] & ευρύ- [evrí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· προσθέτει την έννοια του εύρους, πλάτους, σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ευρύχωρος· ~χωρία. || ~μαθής, ~μάθεια, πολυμαθής, πολυμάθεια· ~μέτωπος, ευρύστερνος, για άνθρωπο που έχει ευρύ, πλατύ μέτωπο, στέρνο· πλατυ-· συνήθ. ANT στενο-. || (ανατ., ιατρ.) ευρύγναθος· ~αγγεία, ~γναθία· ~γώνιος, με αναφορά σε γωνία μεγάλου εύρους.

[λόγ. < αρχ. εὐρυ- θ. του επιθ. εὐρύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. εὐρύ-χωρος, εὐρύ-στερνος & διεθ. eury- < αρχ. εὐρυ-: ευρύ-γναθος < γαλλ. eurygnathe & μτφρδ.: ευρυ-γώνιος < γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]

ευρυαγγεία η [evriangía] Ο25 (κυρ. πληθ.) : (ιατρ.) διεύρυνση των επιφανειακών αγγείων· (πρβ. φλεβίτσες).

[λόγ. ευρυ- + αγγε(ίον) -ία]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες