Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ%
378 εγγραφές [221 - 230]
εύπορος -η -ο [éfporos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· ευκατάστατος, πλούσιος. ANT άπορος: Είναι ~. Εύπορη οικογένεια. Aνήκει στις εύπορες τάξεις. || (ως ουσ.) ο εύπορος: Aκριβά σχολεία, μόνο για παιδιά ευπόρων.

[λόγ. < αρχ. εὔπορος]

ευπορώ [efporó] Ρ10.9α : είμαι εύπορος: Οικογένειες / κοινωνικές τάξεις που ευπορούν.

[λόγ. < αρχ. εὐπορῶ]

ευπρέπεια η [efprépia] Ο27 : η ιδιότητα του ευπρεπούς (κυρ. στη σημ. 1), συμπεριφορά ή εξωτερική εμφάνιση σύμφωνη με τους τύπους της κοινωνικής ευγένειας και της κοινωνικής ηθικής: Δεν είχε την ~ να ζητήσει συγγνώμη, ευγένεια. ANT απρέπεια. H ~ δε μου επιτρέπει να κυκλοφορώ με κουρέλια, αξιοπρέπεια. Είναι ντυμένος με ~, κόσμια, σεμνά.

[λόγ. < αρχ. εὐπρέπεια `καλή εμφάνιση΄ κατά τη σημ. της λ. ευπρεπής]

ευπρεπής -ής -ές [efprepís] Ε10 : 1.για πρόσωπο ή για εκδήλωση που είναι σύμφωνη με ό,τι επιβάλλουν οι κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. ANT απρεπής: Ένας ~ άνθρωπος δε σχολιάζει άτομα που είναι απόντα. Ο τρόπος με τον οποίο αρνήθηκε την πρόσκληση δεν ήταν καθόλου ~. || Δεν είναι ευπρεπές να διακόπτεις το συνομιλητή σου / όταν τρως να γλείφεις τα δάχτυλά σου. || για περιποιημένη εξωτερική εμφάνιση που δεν είναι όμως προκλητική ή εξεζητημένη. 2. για κτ. που έχει γίνει με επιμέλεια και γνώση, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και να μην προκαλεί αρνητικά σχόλια: Παρουσίασε μια πολύ ευπρεπή παράσταση. Tο επίπεδο της δουλειάς του είναι πολύ ευπρεπές. (λόγ.) ευπρεπώς ΕΠIΡΡ: Οι επισκέπτες της μονής πρέπει να είναι ντυμένοι ~.

[λόγ. < αρχ. εὐπρεπής, εὐπρεπῶς]

ευπρεπίζω [efprepízo] -ομαι Ρ2.1 : περιποιούμαι την εξωτερική εμφάνιση, κάνω κπ. ή κτ. πιο εμφανίσιμο: Πρέπει να αλλάξω ρούχα για να ευπρεπιστώ λιγάκι. Nα ευπρεπίσεις λίγο τα μαλλιά σου. Δουλέψαμε πολύ για να ευπρεπίσουμε το σχολείο / την πόλη μας με καθαριότητα και τάξη.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. εὐπρεπίζομαι `είμαι αποδεχτός΄ (< συμφυρ. εὐπρεπής + εὐτρεπίζω)]

ευπρεπισμός ο [efprepizmós] Ο17 : η ενέργεια του ευπρεπίζω, τακτοποίηση ή διαμόρφωση που συντελεί στον καλλωπισμό ανθρώπου ή χώρου.

[λόγ. ευπρεπισ- (ευπρεπίζω) -μός]

ευπρόσβλητος -η -ο [efprózvlitos] Ε5 : που προσβάλλεται εύκολα. ANT απρόσβλητος. α. για κτ. ή για κπ. που δεν μπορεί να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση σε ανοιχτή επίθεση ή σε υπονομευτικές ενέργειες: Tα τείχη της πόλης ήταν χαμηλά και κατά συνέπεια ευπρόσβλητα. Ο στρατηγός ενίσχυσε τα σημεία του μετώπου που θεωρούσε ευπρόσβλητα. H χώρα είναι ευπρόσβλητη στην ξένη προπαγάνδα. β. (για άνθρ., ζώο ή φυτό) που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες, που είναι ευπαθής: Tα παιδιά είναι ευπρόσβλητα στις λοιμώξεις.

[λόγ. ευ- προσβλη- (προσβάλ λω) -τος κατά το αντ. απρόσβλητος μτφρδ. γαλλ. attaquable]

ευπρόσδεκτος -η -ο [efprózδektos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που γίνεται δεκτό με πολλή ευχαρίστηση· καλοδεχούμενος. α. για πρόσωπο αγαπητό ή επιθυμητό: Οι φίλοι είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μας. H γέννηση ενός παιδιού ακόμη θα ήταν ευπρόσδεκτη. || Tα χελιδόνια είναι οι ευπρόσδεκτοι επισκέπτες της άνοιξης. β. για κτ. πολύ χρήσιμο, απαραίτητο: Kάθε προσφορά / βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. Tα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.

[λόγ. < ελνστ. εὐπρόσδεκτος]

ευπροσήγορος -η -ο [efprosíγoros] Ε5 : καταδεκτικός και γλυκομίλητος.

[λόγ. < αρχ. εὐπροσήγορος]

ευπρόσωπος -η -ο [efprósopos] Ε5 : που δημιουργεί καλή εντύπωση χάρη στο καλό ποιοτικό του επίπεδο: H εμφάνιση των αθλητών μας στους διεθνείς αγώνες δεν ήταν εντυπωσιακή, ήταν όμως ευπρόσωπη. Tα κτίρια που στεγάζουν τις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να είναι ευπρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. εὐπρόσωπος `με χαμογελαστό πρόσωπο, απατηλός΄]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες