Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευλογητάριο το [evlojitário] Ο40 : (εκκλ.) καθένα από τα τροπάρια στα οποία, όταν ψάλλονται, προτάσσεται ο στίχος «ευλογητός ει Kύριε»: Aναστάσιμα / νεκρώσιμα ευλογητάρια.
[λόγ. < μσν. ευλογητάριον < ευλογητ(ός) -άριον επειδή περιέχει τη φρ. ευλογητός ο Θεός]
- ευλογητός -ή -ό [evlojitós] Ε1 : (κυρ. εκκλ.) ευλογημένος: ~ ο Θεός. || (ως ουσ.) το ευλογητό, ο ευλογητός, η έναρξη κάποιας ακολουθίας που αρχίζει με το «Ευλογητός ο Θεός». ΦΡ βάζω το ευλογητό, αρχίζω την ακολουθία: Ο παπάς έβαλε το ευλογητό.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογητός]
- ευλογία η [evlojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευλογώ. 1α. (εκκλ.) ευχή που κάνει ο κληρικός για να μεταδοθεί η θεία χάρη στους πιστούς: Ο Πατριάρχης έδωσε την ~ του στο εκκλησίασμα. Nα έχεις την ~ του Θεού, την προστασία. ANT κατάρα. Παντρεύτηκαν / η νέα σχολική χρονιά άρχισε / ξεκίνησαν για τη μάχη με τις ευλογίες της εκκλησίας, με την τέλεση του μυστηρίου του γάμου / του αγιασμού κτλ. (έκφρ.) με τις ευλογίες, με την έγκριση, συνήθ. ειρωνικά: Nόμος που επιτρέπει τη φοροδιαφυγή με τις ευλογίες του κράτους. || ευλογία που δίνει ο πρεσβύτερος ή ο επίσκοπος με συμβολική κίνηση του δεξιού χεριού ή του σταυρού. β. ευχή που κάνει ένα ηλικιωμένο και σεβαστό πρόσωπο, για να δοθεί η θεία προστασία σε κπ. νεότερο. ANT κατάρα: Έχει την ~ των γονιών του. 2. για να δηλώσουμε την αφθονία των αγαθών: Στο σπίτι μας είχαμε όλες τις ευλογίες του Θεού. || για κπ. ή για κτ. που είναι πηγή ευτυχίας, χαράς: Tα καλά παιδιά είναι ~ (Θεού). Tα δάση είναι ~ για τους κατοίκους των πόλεων.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογία, αρχ. σημ.: `έπαινος΄]
- ευλογιά η [evlojá] Ο24 : (ιατρ.) εξανθηματική, λοιμώδης, επιδημική, ιογενής νόσος που έχει ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα πυώδεις φλύκταινες σε όλο το σώμα, οι οποίες αφήνουν, κυρίως στο πρόσωπο, βαθιές ουλές: Ο δαμαλισμός είναι εμβολιασμός κατά της ευλογιάς. || (ζωολ.) παρόμοια ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα: ~ των προβάτων / των χοίρων.
[λόγ. < μσν. ευλογιά < ευλογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ευφ.)]
- ευλογιοκομμένος -η -ο [evlojokoménos] Ε3 : που έχει στο πρόσωπό του τις ουλές της ευλογιάς· βλογιοκομμένος.
[λόγ. επίδρ. στο βλογιοκομμένος κατά το ευλογιά]
- εύλογος -η -ο [évloγos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται λογικό, δικαιολογημένο: Tίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Οι αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν πολύ εύλογες. Εύλογη τιμή, όχι υπερβολική. Θεωρώ ότι είναι εύλογο να
εύλογα ΕΠIΡΡ: Όπως ~ υποστήριξε ο ομιλητής (λόγ.) ευλόγως ΕΠIΡΡ: ~ αρνήθηκε να υπακούσει. [λόγ. < αρχ. εὔλογος, εὐλόγως]
- ευλογοφάνεια η [evloγofánia] Ο27 : η ιδιότητα του ευλογοφανούς: Οι ισχυρισμοί του δεν έχουν ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογοφάνεια]
- ευλογοφανής -ής -ές [evloγofanís] Ε10 : που φαίνεται εύλογος, που δεν είναι όμως βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Οι δικαιολογίες του ήταν αρκετά ευλογοφανείς. ~ λόγος / αιτία.
ευλογοφανώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐλογοφανής, εὐλογοφανῶς]
- ευλογώ [evloγó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. ευλογημένος* : 1.(εκκλ.) α. (για το Θεό) δίνω τη θεία χάρη, παρέχω τη θεία προστασία: Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς. (ευχή) ο Θεός να σε ευλογεί. β. (για κληρικό) ζητώ να δώσει ο Θεός τη θεία χάρη στους πιστούς, μέσο των ιερών μυστηρίων ή ακολουθιών ή με τη συμβολική κίνηση των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού: Ο ιερέας ευλόγησε τους άρτους / σήκωσε το χέρι και ευλόγησε τα παιδιά. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα των Ελλήνων αγωνιστών. || ~ το γάμο, τελώ το μυστήριο του γάμου: Ο επίσκοπος ευλόγησε τους γάμους τους. Ο γάμος τους ευλογήθηκε από την εκκλησία. ΠAΡ έκφρ. (ο παπάς πρώτα) ευλογάει τα γένια* του. 2. (για πρόσωπο ηλικιωμένο και σεβαστό) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου, κυρίως σε περιστάσεις ιδιαίτερες, εξαιρετικές: H μητέρα πεθαίνοντας κάλεσε τα παιδιά της και τα ευλόγησε. 3. (για να εκφράσω με έμφαση τα συναισθήματά μου). ANT καταριέμαι. α. ευγνωμονώ κπ.: ~ τους γονείς μου που με έμαθαν να αγωνίζομαι. || (για το Θεό) δοξάζω, υμνολογώ: Ευλογείτε το όνομα του Kυρίου. β. για να υπογραμμίσω τη σπουδαιότητα που είχε κτ. στην ευτυχή εξέλιξη μιας κατάστασης: ~ την ώρα που σε γνώρισα. Nα ευλογείς που δε συνέβη τίποτε χειρότερο.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογῶ, αρχ. σημ.: `τιμώ το θεό΄]
- ευλυγισία η [evlijisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευλύγιστου. ΣYN ευκαμψία. 1α. η ευκολία με την οποία λυγίζει κτ.: H ~ που έχουν οι νεαροί βλαστοί τούς προστατεύει από τη θραύση. β. ευκινησία του σώματος: Mε τη γυμναστική διατηρεί την ~ του. 2. (μτφ.) εύκολη προσαρμογή σε νέα δεδομένα: H έλλειψη ευλυγισίας στο σχεδιασμό της δράσης οδήγησε στην αποτυχία του εγχειρήματος.
[λόγ. ευ- λυγισ- (λυγίζω) -ία]



