Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 70 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εσωστρέφεια η [esostréfia] Ο27 : (ψυχ.) η τάση του ανθρώπου να μην εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του· ενδοστρέφεια. ANT εξωστρέφεια.
[λόγ. εσωστρεφ(ής) -εια μτφρδ. γερμ. Introversion]
- εσωστρεφής -ής -ές [esostrefís] Ε10 : (ψυχ., ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια· ενδοστρεφής. ANT εξωστρεφής: ~ ανθρώπινος τύπος / χαρακτήρας. Εσωστρεφείς τάσεις.
[λόγ. εσω- + στρέφ(ω) -ής μτφρδ. γερμ. introvertiert]
- εσώτατος -η -ο [esótatos] Ε5 : (λόγ.) που είναι τελείως εσωτερικός, τελευταίος προς τα μέσα. ANT εξώτατος: Ο πυρήνας, το εσώτατο τμήμα της γήινης σφαίρας. Nα μελετήσουμε τον εσώτατο εαυτό μας.
[λόγ. < ελνστ. ἐσώτατος υπερθ. του αρχ. ἔσω `μέσα΄]
- εσωτερίκευση η [esoteríkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εσωτερικεύω.
[λόγ. εσωτερικεύ(ω) -σις > -ση]
- εσωτερικεύω [esoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : αποδέχομαι κτ. (ιδέες, αξίες, κανόνες ζωής κτλ.) πλήρως και το κάνω στοιχείο της προσωπικότητάς μου.
[λόγ. εσωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. αγγλ. internalize, interiorize]
- εσωτερικός -ή -ό [esoterikós] Ε1 : ANT εξωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα μέσα: H εσωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εσωτερική τσέπη. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το εσωτερικό τμήμα: Tο εσωτερικό ενός κτιρίου / μιας χώρας. Aπό τις ακτές προς το εσωτερικό. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει μέσα σε έναν κλειστό χώρο: Εσωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Φυτά εσωτερικού χώρου. Εσωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εσωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που γίνονται στο στούντιο. Εσωτερικό τηλέφωνο, που συνδέει τους χώρους ενός κτιρίου, εργοστασίου, στρατοπέδου κτλ. γ. που γίνεται ή υπάρχει μέσα σε κτ. ή προέρχεται από αυτό: Εσωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά. Εσωτερικές δυσκολίες. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του μέσα στο υποκείμενο, που αναφέρεται στην πνευματική ή στην ηθική του υπόσταση: H εσωτερική φύση του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί. ~ διάλογος, που κάνει ο άνθρωπος με τη συνείδησή του. Ο ~ κόσμος κάποιου, η πνευματική και ηθική του φύση. || (φιλολ.) ~ μονόλογος, που εκφράζει επακριβώς τη σκέψη του συγγραφέα. δ. (γραμμ.) Εσωτερική αύξηση, η ρηματική αύξηση ορισμένων σύνθετων ή παράγωγων (με προθέσεις) ρημάτων που εμφανίζεται στο εσωτερικό της λέξης. Εσωτερικό αντικείμενο, σύστοιχο. || (μαθημ.) Εσωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται μέσα σ΄ αυτό από δύο συνεχόμενες πλευρές του. || (μηχαν.) Mηχανή εσωτερικής καύσεως. || (ανατ., ιατρ.) Εσωτερικές εκκρίσεις / λειτουργίες του οργανισμού. Εσωτερική αιμορραγία. Εσωτερική χρήση ενός φαρμάκου, από το στόμα, με πόση. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον εαυτό του: Εσωτερικές σχέσεις / δουλειές. Εσωτερικές διαμάχες / υποθέσεις. H εσωτερική δομή ενός κόμματος / της οικογένειας. Kανονισμός εσωτερικής λειτουργίας. Δελτίο εσωτερικής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις: Tα εσωτερικά της οικογένειας / της επιχείρησης. Δεν ασχολούμαστε με τα εσωτερι κά των άλλων κομμάτων. β. (ειδ. για κράτος) που αφορά το ίδιο το κράτος σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα: Εσωτερική πολιτική. ~ κίνδυνος / τουρισμός / δανεισμός / εχθρός. Εσωτερική μετανάστευση, μέσα στην ίδια χώρα. Εσωτερική αγορά. Εσωτερικό εμπόριο. Εσωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το σύνολο της επικράτειας: Δέμα / επιστολή για το εσωτερικό. Γραμματόσημο εσωτερικού. Tο προϊόν προορίζεται τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους: Ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Yπουργός / Yπουργείο Εσωτερικών. γ. που ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εσωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που μένει στο οικοτροφείο του σχολείου.
εσωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος εξωτερικά ήρεμος, ~ όμως όχι. [λόγ. < αρχ. ἐσωτερικός `που είναι μέσα, σε κλειστό κύκλο΄ (για διδασκαλία του Aριστοτέλη και των Στωικών) σημδ. γαλλ. interne]
- εσωτερικότητα η [esoterikótita] Ο28 : η ύπαρξη εσωτερικού κόσμου σε κπ.: Ύφος που διαπνέεται από έντονη ~.
[λόγ. εσωτερικ(ός) -ότης > -ότητα]
- εσώτερος -η -ο [esóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο μέσα ή εντελώς μέσα, στο εσωτερικό: Tο εσώτερο τμήμα της σπηλιάς. Εσώτερη επιθυμία / σκέψη.
[λόγ. < ελνστ. ἐσώτερος συγκρ. του αρχ. ἔσω `μέσα΄]
- εσώφυλλο το [esófilo] Ο42 : το καθένα από τα φύλλα του βιβλίου που βρίσκονται ανάμεσα στα εξώφυλλα και σε εκείνα τα οποία είναι κανονικά τυπωμένα: Πρώτο / τελευταίο ~. Aφιέρωση γραμμένη στο ~.
[λόγ. εσω- + φύλλον]
- εσώψυχος -η -ο [esópsixos] Ε5 : (για συναίσθημα) που υπάρχει βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου, ενώ συνήθ. δεν εκδηλώνεται: ~ πόθος. Εσώψυχη λαχτάρα. Εσώψυχο μίσος.
[λόγ. εσω- + ψυχ(ή) -ος]



