Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτοδουλειά
1 εγγραφή
ερωτοδουλειά η [erotoδulá] Ο24 : (προφ.) ερωτική υπόθεση και ιδίως ερωτική σχέση· (πρβ. γυναικοδουλειά): Mε τις ερωτοδουλειές πού να βρει καιρό για διάβασμα.

[ερωτο- 1 + δουλειά (διαφ. το μσν. ερωτοδουλεία `σκλαβιά στον έρωτα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες