Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερυθροφρουρός ο [eriθrofrurós] Ο17 : ονομασία των μελών των κομμουνιστικών οργανώσεων που υποστήριξαν την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία ή τη μορφωτική επανάσταση στην Kίνα.
[λόγ. ερυθρο- + φρουρός μτφρδ. γαλλ. garde rouge (μτφρδ. από τα ρωσ.)]



