Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ερμητικός -ή -ό [ermitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στον ερμητισμό: Ερμητική διδασκαλία / φιλοσοφία. 2. (σπάν.) που είναι τελείως κλειστός: Ένας ~ αλλά καλά οργανωμένος πολιτικός σχηματισμός. Ερμητικό κλείσιμο, απόλυτο.
ερμητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Πόρτα / παράθυρο που κλείνει ~. Έκλεισε ~ τα χείλη. [λόγ. < γαλλ. hermétique < μσνλατ. hermeticus < Herme(s) < ελνστ. ῾Ερμῆς Τρισμέγιστος -ticus = -τικός, που αναφέρεται στη μυστική τέχνη των αλχημιστών και ιδ. στην τεχνική του τέλειου κλεισίματος ενός δοχείου κολλώντας επάνω του το καπάκι με τη βοήθεια της φωτιάς, τεχνική που η εφεύρεσή της αποδιδόταν στον Ερμή Τρισμέγιστο, θεότητα της Aιγύπτου που ταυτίστηκε με τον Ερμή]