Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιφώνημα το [epifónima] Ο49 : φωνή ή άκλιτη λέξη που φανερώνει έντονο αίσθημα ή συναίσθημα: Ένα ~ χαράς / θαυμασμού / επιδοκιμασίας / πόνου. Tο ~ είναι το δέκατο από τα μέρη του λόγου της παραδοσιακής γραμματικής.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφώνημα]
- επιφωνηματικός -ή -ό [epifonimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επιφώνημα: Επιφωνηματική σύνταξη. Επιφωνηματική χρήση μιας λέξης / έκφρασης. Επιφωνηματική έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα.
επιφωνηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επιφωνηματ- (επιφώνημα) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἐπιφωνηματικός `κατάλληλος για φράση που προσθέτεται σαν στολίδι΄)]



