Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτραπέζιος -α -ο [epitrapézios] Ε6 : που είναι κατάλληλος για να τοποθετείται και να χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι: Επιτραπέζιο ρολόι / ημερολόγιο. Επιτραπέζιο παιχνίδι και ως ουσ. το επιτραπέζιο. || ειδικά για το τραπέζι του φαγητού: Επιτραπέζια σκεύη, για πιάτα, μαχαιροπίρουνα κτλ. Επιτραπέζια ποτά, που πίνονται κατά την ώρα του φαγητού. ~ οίνος, που προορίζεται για άμεση κατανάλωση. Επιτραπέζια σταφύλια, που είναι κατάλληλα μάλλον για φάγωμα παρά για οινοποίηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτραπέζιος `πάνω σε τραπέζι΄ & σημδ. γαλλ. de table]



