Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιστέγασμα το [epistéγasma] Ο49 : ως χαρακτηρισμός για σημαντική πράξη, γεγονός κτλ. που ακολουθεί και ιδίως ολοκληρώνει μια σειρά από ενέργειες, γεγονότα κτλ.: Ο ηρωικός του θάνατος ήταν το ~ της πατριωτικής του δράσης.
[λόγ. επιστεγασ- (επιστεγάζω) -μα]



