Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιστέγασμα
1 item total
επιστέγασμα το [epistéγasma] Ο49 : ως χαρακτηρισμός για σημαντική πράξη, γεγονός κτλ. που ακολουθεί και ιδίως ολοκληρώνει μια σειρά από ενέργειες, γεγονότα κτλ.: Ο ηρωικός του θάνατος ήταν το ~ της πατριωτικής του δράσης.

[λόγ. επιστεγασ- (επιστεγάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go