Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισείω
1 εγγραφή
επισείω [episío] -ομαι Ρ αόρ. επέσεισα, απαρέμφ. επισείσει, παθ. αόρ. επισείστηκα, απαρέμφ. επισειστεί : χρησιμοποιώ, ιδίως αναφέρω, κτ. ως απειλή εναντίον κάποιου: Επιβάλλεται στους μαθητές επισείοντας την ποινή της αποβολής.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισείω, αρχ. σημ.: `κινώ εναντίον΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες