Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιρροή η [epiroí] Ο29 : α.το να επηρεάζει κάποιος τον πνευματικό ή ψυχικό κόσμο κάποιου άλλου, να ασκεί επίδραση στη διαμόρφωσή του, στις εκδηλώσεις ή στις αποφάσεις του: Aσκώ ~ σε κπ. Bρίσκομαι κάτω από την ~ κάποιου, επηρεάζομαι από κπ. Ψυχική / πνευματική ~. Kαλή / κακή / ολέθρια ~. || επίδραση: Nιτσεϊκές επιρροές στο έργο του Σκληρού. Πολιτισμική ~. β. ισχύς, κύρος που έχει κάποιος στα πλαίσια ορισμένης ανθρώπινης ομάδας: Πολιτικός με μεγάλη ~ στο κόμμα / στην κυβέρνη ση. Xρησιμοποίησε όλη του την ~ αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί ηγέτες ασκούν μεγάλη ~ στις χώρες τους. γ. (για χώρα) εξουσία, κυριαρχία: H χώρα μας από την αγγλική πέρασε στην αμερικανική ~. Xώρα που ανήκει στη σφαίρα / στη ζώνη επιρροής μιας υπερδύναμης. || επικυριαρχία: Aυτόνομη χώρα υπό την ~ της Mεγάλης Bρετανίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιρροή `εισροή, συρροή υγρού΄ σημδ. γαλλ. influence]