Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιλαμβάνομαι
1 εγγραφή
επιλαμβάνομαι [epilamvánome] Ρ παθ. αόρ. επιλήφθηκα, απαρέμφ. επιληφθεί : (λόγ., με γεν.) ασχολούμαι με κτ. ή φροντίζω για κτ.: ~ ενός θέματος. Tης υποθέσεως αυτής θα επιληφθεί η δικαιοσύνη.

[λόγ. < αρχ. ἐπιλαμβάνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες