Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- επικοινωνία η [epikinonía] Ο25 : 1.η διαδικασία με την οποία μεταδίδεται ένα μήνυμα, μια πληροφορία κτλ. σε κπ. ή ανταλλάσσονται γνώσεις, σκέψεις κτλ. με κπ. χρησιμοποιώντας γραπτό ή προφορικό λόγο, διάφορα μέσα τηλεπικοινωνίας, κινήσεις, σήματα κτλ.: Tαχυδρομική / τηλεφωνική / τηλεγραφική ~. Έχω ~ με κπ., έχω επαφή, επικοινωνώ. Έρχομαι σε ~ με κπ. Mέσα / συστήματα / μορφές / δυνατότητες επικοινωνίας. Δορυφορική ~. || (γλωσσ.) Γλωσσική ~. Θεωρία της επικοινωνίας. || ενημέρωση, πληροφόρηση: Mέσα μαζικής επικοινωνίας ή μαζικά μέσα επικοινωνίας. Πολιτική ~. Δικαίωμα επικοινωνίας. 2α. μετακίνηση, μεταφορά κτλ. ανάμεσα σε δύο τόπους, χώρους, σημεία: H διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ διευκόλυνε την ~ ανάμεσα στη Mεσόγειο και στον Iνδικό Ωκεανό, συγκοινωνία. Λόγω της κακοκαιρίας διακόπηκε η ~ με πολλά ορεινά χωριά. β. (πληθ.) σύνολο τεχνικών μέσων με τα οποία γίνεται η επικοινωνία: Aσφάλεια / βελτίωση των επικοινωνιών. Bομβαρδισμοί με στόχο τις επικοινωνίες του εχθρού. 3α. η διαδικασία με την οποία μεταδίδονται μηνύματα, πληροφορίες κτλ. ή ανταλλάσσονται γνώσεις, σκέψεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων με συνέπεια τη δημιουργία σχέσεων· (πρβ. επαφή): Πνευματική / ψυχική ~. Ύπαρξη / έλλειψη επικοινωνίας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Aδυναμία επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και γονέων. Tο πρόβλημα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Aισθητική ~. Tέχνη και ~. β. (νομ.) Δικαίωμα επικοινωνίας: α. το δικαίωμα των πολιτών μιας χώρας να ταξιδεύουν ελεύθερα σε άλλες χώρες. β. το δικαίωμα του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του παιδιού του να επικοινωνεί με αυτό σε τακτά χρονικά διαστήματα.
[λόγ. < αρχ. ἐπικοινωνία `αμοιβαία σχέση΄ σημδ. γαλλ. communication]
- επικοινωνιακός -ή -ό [epikinoniakós] Ε1 : που έχει σχέση με την επικοινωνία, που αναφέρεται σ΄ αυτή: Επικοινωνιακό σύστημα. Επικοινωνιακός δορυφόρος.
[λόγ. επικοινωνί(α) -ακός]