Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδεξιότητα η [epiδeksiótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να ασκεί ορισμένη δραστηριότητα όπως πρέπει και με κατάλληλους, ακριβείς, σωστούς χειρισμούς. ANT αδεξιότητα: Xειρίζεται το σπαθί με μεγάλη ~. Tο επάγγελμα του χειρούργου απαιτεί εξαιρετική ~ στα χέρια ενώ του ποδοσφαιριστή στα πόδια. || (επέκτ.) για πνευματική ικανότητα: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδεξιότης, αιτ. -ητα]



