Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιδεκτικός
1 item total
επιδεκτικός -ή -ό [epiδektikós] Ε1 : α.που επιδέχεται κτ., που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας· δεκτικός. ANT ανεπίδεκτος: Θέμα επιδεκτικό συζητήσεως. Πρόβλημα επιδεκτικό πολλών λύσεων. β. (για πρόσ.) που έχει την ιδιότητα, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σε αυτά: Παιδί επιδεκτικό αγωγής / μαθήσεως.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδεκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go