Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδέξιος
1 εγγραφή
επιδέξιος -α -ο [epiδéksios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από επιδεξιότητα. ANT αδέξιος. α. (για πρόσ.) που ενεργεί με επιδεξιότητα: Ένας ~ τεχνίτης / οδηγός / πιλότος. ~ διαπραγματευτής. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. β. (για πράξη) που έγινε με επιδεξιότητα: Επιδέξια κίνηση / πινελιά / ενέργεια. Aπέφυγε τη σύγκρουση μ΄ έναν επιδέξιο ελιγμό. επιδέξια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες