Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επενεργώ [epenerγó] Ρ10.9α : ασκώ επίδραση σε κτ.: H ατμοσφαιρική ρύπανση επενεργεί βλαπτικά στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. επ(ι)- ενεργώ μτφρδ. γερμ. einwirken]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. επ(ι)- ενεργώ μτφρδ. γερμ. einwirken]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |