Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επεκτατισμός ο [epektatizmós] Ο17 : πολιτική που επιδιώκει την εδαφική επέκταση μιας χώρας κυρίως με κατάκτηση και προσάρτηση ξένων εδαφών: Ο τουρκικός ~ απειλεί την ειρήνη στην ανατολική Mεσόγειο. || (επέκτ.): Οικονομικός / πολιτιστικός ~.
[λόγ. επεκτατ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. expansionisme]