Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεκτατικός
1 εγγραφή
επεκτατικός -ή -ό [epektatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επέκταση και ιδίως που επιδιώκει την εδαφική επέκταση μιας χώρας: Επεκτατική πολιτική. Επεκτατικές τάσεις. ~ πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπεκτατικός `που μακραίνει΄ σημδ. γαλλ. expansioniste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες