Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επείσακτος
1 item total
επείσακτος -η -ο [epísaktos] Ε5 : (λόγ.) που προέρχεται, που έχει εισαχθεί από αλλού· ξενόφερτος: Επείσακτες συνήθειες.

[λόγ. < αρχ. ἐπείσακτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go