Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
574 εγγραφές [571 - 574]
επιχώριος -α -ο [epixórios] Ε6 : (λόγ.) εγχώριος.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχώριος]

επίχωση η [epíxosi] Ο33 : (γεωλ.) βαθμιαία κάλυψη ενός στρώματος από άλλο νεότερο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίχω(σις) `επισώρευση΄ -ση]

επιψηφίζω [epipsifízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εγκρίνω με την ψήφο μου κτ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιψηφίζω `αποφασίζω με ψήφο΄, αρχ. σημ.: `εισάγω προς ψήφιση΄]

επιψήφιση η [epipsífisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιψηφίζω.

[λόγ. επιψηφι- (επιψηφίζω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐπιψήφισις `ακριβής μέτρηση΄)]

< Προηγούμενο   1... 54 55 56 57 [58]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες