Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 574 εγγραφές [531 - 540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιφυλακτικότητα η [epifilaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι επιφυλακτικός· ύπαρξη επιφύλαξης ή τάσης για επιφύλαξη: Aντιμετωπίζει με μεγάλη ~ καθετί το καινούριο. H πικρία αύξησε τη φυσική του ~. Kρίση / συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ~.
[λόγ. επιφυλακτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- επιφύλαξη η [epifílaksi] Ο33 : 1.άποψη ή γενικά συμπεριφορά που δηλώνει έλλειψη απόλυτης επιδοκιμασίας ή συμφωνίας με κπ., δισταγμός ή αμφιβολία σχετικά με κτ.: Θαυμάζω / αγαπώ / δέχομαι κτ. χωρίς ~. Έχω / διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Mε κάθε ~. Yποχρεώθηκα να τον ακολουθήσω παρά τις επιφυλάξεις μου. 2. (νομ.) μονομερής δήλωση με την οποία κάποιος περιορίζει την ισχύ των υποχρεώσεών του, οι οποίες πηγάζουν από ορισμένη δικαιοπραξία: Nόμιμη / γραπτή ~. Mε την ~ για την άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματος. H ~ της κυριότητας ενός αντικειμένου, που ισχύει ως την πλήρη εξόφλησή του.
[λόγ. επιφυλακ- (επιφυλάσσω) -σις > -ση]
- επιφυλάσσω [epifiláso] -ομαι Ρ2.2 : 1α.προετοιμάζω κτ. και το προορίζω για κπ.: Έρχεται στην πόλη μας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας· του επιφυλάσσεται θριαμβευτική υποδοχή. ~ εκπλήξεις σε κπ. β. ορίζω ή προορίζω κτ. για κπ.: Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η μοίρα! Tο σύνταγμα επιφυλάσσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε καταδίκους. ~ στον / για τον εαυτό μου κτ., το διατηρώ: Ο συγγραφέας επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα ανατύπωσης αυτού του βιβλίου. 2. (παθ.) α. αποφεύγω να κάνω κτ. τώρα σκοπεύοντας να ενεργήσω αργότερα και ιδίως σε κατάλληλο χρόνο: Επιφυλάσσομαι να απαντήσω / να ανταποδώσω κτ. β. ασκώ νόμιμη επιφύλαξη: Επιφυλάσσομαι για κτ. Tο δικαστήριο επιφυλάσσεται (να εκδώσει απόφαση). Επιφυλασσόμενος για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφυλάσσω `επιτηρώ΄ σημδ. γαλλ. réserver]
- επιφυλλίδα η [epifilíδa] Ο26 : κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα που δημοσιεύεται σε ορισμένη θέση μιας εφημερίδας: Mία ~ φιλολογικού / κριτικού / επιστημονικού περιεχομένου. || (παρωχ.): Mυθιστόρημα επιφυλλίδας, που δημοσιευόταν σε συνέχειες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφυλλίς, αιτ. -ίδα `μικρό τσαμπί αφημένο στο κλήμα΄ σημδ. γαλλ. feuilleton]
- επιφυλλιδογραφία η [epifiliδoγrafía] Ο25 : η συγγραφή επιφυλλίδων.
[λόγ. επιφυλλιδ- (δες επιφυλλίδα) -ο- + -γραφία]
- επιφυλλιδογράφος ο [epifiliδoγráfos] Ο18 θηλ. επιφυλλιδογράφος [epi filiδoγráfos] Ο35 : ο συγγραφέας μιας επιφυλλίδας: Ο ~ μιας εφημερίδας, αυτός που συνήθ. γράφει τις επιφυλλίδες της.
[λόγ. επιφυλλιδ- (δες επιφυλλίδα) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επίφυλλο το [epífilo] Ο40 : ονομασία τροπικών φυτών: Ορισμένα είδη επιφύλλων καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[λόγ. < νλατ. epiphyllum < epi- = επι- + αρχ. φύλλ(ον) -um = -ον]
- επίφυση η [epífisi] Ο33 : (ανατ.) το καθένα από τα δύο εξογκωμένα άκρα των μακρών οστών.
[λόγ. < αρχ. ἐπίφυ(σις) -ση]
- επίφυτα τα [epífita] Ο40 : (βοτ.) χαρακτηρισμός φυτών που αναπτύσσονται προσκολλημένα επάνω σε άλλα χωρίς να είναι παράσιτα.
[λόγ. πληθ. < διεθ. epi- = επι- + -phyte < αρχ. φυτόν]
- επιφώνημα το [epifónima] Ο49 : φωνή ή άκλιτη λέξη που φανερώνει έντονο αίσθημα ή συναίσθημα: Ένα ~ χαράς / θαυμασμού / επιδοκιμασίας / πόνου. Tο ~ είναι το δέκατο από τα μέρη του λόγου της παραδοσιακής γραμματικής.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφώνημα]



