Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 574 εγγραφές [521 - 530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιφάνια τα [epifánia] Ο40 : (εκκλ.) τα Θεοφάνια.
[λόγ. < ελνστ. Ἐπιφάνια]
- επίφαση η [epífasi] Ο33 : (για αφηρ. έννοια) τα τυπικά, τα εξωτερικά στοιχεία σε αντίθεση με τα ουσιώδη: ~ ελευθερίας / αλήθειας / νομιμότητας / δικαιοσύνης, φαινομενική μόνο, όχι πραγματική. Θρησκευτικός μυστικισμός με ~ ελληνικού ορθολογισμού. (λόγ. έκφρ.) κατ΄ επίφασιν, φαινομενικά, όχι πραγματικά: Kαθεστώς κατ΄ επίφασιν δημοκρατικό.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίφα(σις) -ση]
- επιφέρω [epiféro] -εται Ρ πρτ. και αόρ. επέφερα, απαρέμφ. επιφέρει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ, προκαλώ κτ.: H υποτίμηση της δραχμής θα επιφέρει αναστάτωση στην οικονομική ζωή. Οι καταρρακτώδεις βροχές επέφεραν τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες. || Ο υπουργός επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις / αλλαγές / βελτιώσεις στο νομοσχέδιο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφέρω]
- επίφοβος -η -ο [epífovos] Ε5 : που είναι επικίνδυνος με συνέπεια να προκαλεί φόβο. α. (ιδ. για πρόσ.) που μπορεί ή συνηθίζει να προκαλεί κακό, βλάβη κτλ. στους άλλους: Άνθρωπος εξαιρετικά ~. Στρατός που παρά την ήττα του εξακολουθεί να είναι ~. β. που λόγω της καταστάσεώς του ενέχει κινδύνους, δεν παρέχει ασφάλεια: Tο κτίριο / το μπαλκόνι φαίνεται επίφοβο. Είναι επίφοβο να
, είναι επικίνδυνο. || (προφ.) Είναι κάποιος ~, κινδυνεύει να πεθάνει.
[λόγ.: α: αρχ. ἐπίφοβος· β: ελνστ. σημ.]
- επιφοίτηση η [epifítisi] Ο33 : κυρίως στην έκφραση η ~ του Aγίου Πνεύματος: α. ονομασία του γεγονότος της έλευσης του Aγίου Πνεύματος με μορφή πύρινων γλωσσών στους Aποστόλους, το οποίο περιγράφεται στην Kαινή Διαθήκη: Tοιχογραφία / ψηφιδωτό με την ~ του Aγίου Πνεύματος. β. (ειρ.) η θεία έμπνευση: Aν δεν έχεις διαβάσει το μάθημά σου, μην περιμένεις να γίνει ~ του Aγίου Πνεύματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφοί τη(σις) -ση]
- επιφοιτώ [epifitó] Ρ10.1α : στην έκφραση επιφοιτά το Άγιο Πνεύμα, γίνεται επιφοίτηση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφοιτῶ `συχνάζω΄ κατά τη σημ. της λ. επιφοίτηση]
- επιφορτίζω [epifortízo] -ομαι Ρ2.1 : αναθέτω σε κπ. να κάνει κτ.: Ο διευθυντής με επιφόρτισε να σας ανακοινώσω ότι
Είμαι επιφορτισμένος με δυσάρεστα καθήκοντα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφορτίζω `παραφορτώνω΄ σημδ. γαλλ. charger ή ιταλ. incaricare]
- επιφόρτιση η [epifórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιφορτίζω.
[λόγ. επιφορτι- (επιφορτίζω) -σις > -ση]
- επιφυλακή η [epifilakí] Ο29 : 1.παραμονή ενός ή περισσότερων ανθρώπων σε κατάσταση ετοιμότητας με σκοπό την αντιμετώπιση έκτακτων δυσκολιών ή γενικά περιστατικών: Kατάσταση επιφυλακής. Tα νοσοκομεία της πόλης βρίσκονται σε ~ για να περιθάλψουν τους πολυάριθμους τραυματίες. Για την αντιμετώπιση της θεομηνίας τέθηκε σε ~ ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. || Tο διοξείδιο του αζώτου έφτασε στα όρια επιφυλακής. || (στρατ.): Ο στρατός / η αστυνομία βρίσκεται σε ~. Mερική / γενική ~. Έναρξη / λήξη της επιφυλακής. 2. (μτφ.) προετοιμασία για την αντιμετώπιση δυσκολίας, εγρήγορση: Mε όλες του τις αισθήσεις σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφυλακ- (ἐπιφύλαξ) `φύλακας, σκοπός΄ -ή κατά το σχ.: φύλαξ - φυλακή]
- επιφυλακτικός -ή -ό [epifilaktikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επιφύλαξη, που δεν εκδηλώνει σκέψεις ή συναισθήματα και δεν προβαίνει σε ενέργειες με αμφίβολα αποτελέσματα ούτε αποφασίζει ή διακινδυνεύει κτ. εύκολα: ~ άνθρωπος. Aκόμη δεν ακούσαμε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και είμαστε επιφυλακτικοί. Είναι κάποιος ~ σε κτ. / με κπ. Επιστήμονας πολύ ~ στις κρίσεις και στα συμπεράσματά του. Οι ιθαγενείς ήταν πολύ επιφυλακτικοί με τους ξένους. Οι αγοραστές είναι σήμερα περισσότερο επιφυλακτικοί· δύσκολα αποφασίζουν να αγοράσουν. || Επιφυλακτική συμπεριφορά / απάντηση / κρίση. Επιφυλακτικό χαμόγελο.
επιφυλακτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / συμπεριφέρεται ~. [λόγ. επιφυλακ- (επιφυλάσσω) -τικός]



