Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
574 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβατηγός -ή -ό [epivatiγós] Ε1 : (λόγ.) (για μεταφορικό μέσο) επιβατικός. || (ως ουσ.) το επιβατηγό, επιβατικό μεταφορικό μέσο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατηγός (ενν. ναῦς) `πολεμικό πλοίο που μεταφέρει στρατιώτες΄]
- επιβάτης ο [epivátis] Ο10 θηλ. επιβάτισσα [epivátisa] & επιβάτρια [epivá tria] Ο27 & επιβάτιδα [epivátiδa] Ο28 : αυτός που βρίσκεται πάνω σε ορισμένο μεταφορικό μέσο και ταξιδεύει: Οι επιβάτες του τρένου / πλοίου / αεροπλάνου, (σε αντιδιαστολή με το πλήρωμα). ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας, (σε αντιδιαστολή με τον οδηγό). || (εκκλ.): ~ του θρόνου, για επίσκοπο που κατέχει αντικανονικά τη θέση του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάτης, αρχ. σημ.: `στρατιώτης που μάχεται από πλοίο΄· λόγ. επιβάτ(ης) -ισσα, -τρια, -ις > -ιδα]
- επιβατικός -ή -ό [epivatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επιβάτη, ιδιαίτερα για μεταφορικό μέσο που προορίζεται για μεταφορά επιβατών· (πρβ. φορτηγό): Tο επιβατικό αυτοκίνητο / πλοίο / τρένο / αεροπλάνο. || Tο επιβατικό κοινό, το σύνολο των επιβατών: H απεργία των οδηγών των λεωφορείων ταλαιπώρησε αφάνταστα το επιβατικό κοινό.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατικός `που αναφέρεται στους επιβάτες΄ & σημδ. αγγλ. passenger]
- επιβεβαιώνω [epiveveóno] -ομαι Ρ1 : 1α.βεβαιώνω περισσότερο κτ., το κάνω να θεωρείται εντελώς αληθινό: Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε όλες τις κατηγορίες. H πληροφορία επιβεβαιώθηκε από επίσημη ανακοίνωση. β. επαληθεύω: Tα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις μου. H άποψη αυτή, αν και ολοφάνερη, άργησε να επιβεβαιωθεί. 2. (παθ., για πρόσ.) αναγνωρίζομαι ή νομίζω ότι αναγνωρίζομαι ως κτ. συνήθ. σημαντικό: Επιβεβαιώνεται ο έφηβος ως άντρας / το κορίτσι ως γυναίκα και μητέρα. Mε την εργασία ο άνθρωπος επιβεβαιώνεται ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαι(ῶ) -ώνω]
- επιβεβαίωση η [epivevéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω. 1α. πλήρης, απόλυτη βεβαίωση: H ταραχή είναι ~ της ενοχής του. β. επαλήθευση: ~ των φημών. 2. (για πρόσ.) η αναγνώριση κάποιου ως κτ. σημαντικό: Ο άνθρωπος επιδιώκει την ~ της προσωπικότητάς του.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαίω(σις) -ση]
- επιβεβλημένος -η -ο [epivevliménos] Ε3 : που επιβάλλεται, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Επιβεβλημένη πράξη / ενέργεια. Επιβεβλημένο καθήκον. Είναι επιβεβλημένο να
, επιβάλλεται να
: Kρίνω / θεωρώ επιβεβλημένο να σας ανακοινώσω την παραίτησή μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβλημένος μππ. του ἐπιβάλλομαι `πέφτω επάνω, βάζω επάνω μου΄ (σύγκρ. επιβάλλω) σημδ. γαλλ. imposé]
- επιβήτορας ο [epivítoras] Ο5 : 1.χαρακτηρισμός αρσενικού κατοικίδιου ζώου, κυρίως μεγάλου, που χρησιμοποιείται ειδικά για τη γονιμοποίηση του θηλυκού: Άλογο / ταύρος ~. || (ειρ.) για άντρα με έντονη σεξουαλική δραστηριότητα. 2. (μτφ.) αυτός που αντικανονικά κατέλαβε ένα υψηλό αξίωμα και ενεργεί αυταρχικά: Ο ~ της εξουσίας / του θρόνου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβήτωρ, αιτ. -ορα]
- επιβιβάζω [epivivázo] -ομαι Ρ2.1 : ανεβάζω κπ. σε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψει. ANT αποβιβάζω: Επιβίβασαν το φυγάδα σε αεροπλάνο και τον έστειλαν στη χώρα του. || (συνήθ. παθ.) ανεβαίνω σε μεταφορικό μέσο: Οι ταξιδιώτες επιβιβάστηκαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν. Επιβιβάζομαι σε πλοίο, μπαρκάρω.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβιβάζω (συνήθ. σε πλοίο)]
- επιβίβαση η [epivívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβιβάζω. ANT αποβίβαση: ~ σε αεροπλάνο / τρένο / λεωφορείο. Ώρα επιβιβάσεως. ~ σε πλοίο, μπαρκάρισμα. H φόρτωση των αποσκευών και η ~ των επιβατών καθυστέρησαν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας.
[λόγ. επιβιβά(ζω) -σις > -ση]
- επιβιώνω [epivióno] Ρ1α : 1.(για ζωντανό οργανισμό) εξακολουθώ να διατηρούμαι στη ζωή έχοντας αντιμετωπίσει αντίξοες συνθήκες, φυσικές, κοινωνικές κτλ.: Στον αγώνα της ζωής επιβιώνουν τα ισχυρότερα ζωικά είδη. Ο άνθρωπος κάνει το παν για να επιβιώσει. 2. (μτφ.) α. (ιδ. για πολιτιστικό στοιχείο) εξακολουθώ να υπάρχω· διατηρούμαι: Πανάρχαια έθιμα που επιβιώνουν ως σήμερα. β. (ιδ. για οικονομική επιχείρηση) εξακολουθώ να λειτουργώ, αποφεύγω το κλείσιμο: Bιομηχανίες που αντιμετωπίζουν σκληρό ανταγωνισμό απλώς επιβιώνουν.
[λόγ. επιβι(ώ) -ώνω < αρχ. αόρ. ἐπεβίων (χωρίς ενεστ.) `συνεχίζω να ζω΄ & σημδ. γαλλ. survivre & αγγλ. survive]