Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
574 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιεικής -ής -ές [epiikís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από επιείκεια. ANT αυστηρός: Ένας ~ καθηγητής / βαθμολογητής / δικαστής / κριτής. ~ βαθμολόγηση / κρίση / δικαστική απόφαση. || (νομ.) Επιεικές δίκαιο.
επιεικώς ΕΠIΡΡ: Bαθμολογεί / κρίνει κάποιος ~. || για να επιτείνουμε έναν αρνητικό χαρακτηρισμό: Είναι ~ απαράδεκτος. [λόγ. < αρχ. ἐπιεικής `ταιριαστός, λογικός, όχι αυστηρός΄· λόγ. < αρχ. ἐπιεικῶς]
- επίζηλος -η -ο [epízilos] Ε5 : (λόγ.) ζηλευτός, αξιοζήλευτος: ~ τίτλος / βαθμός. Επίζηλη θέση. Επίζηλο αξίωμα.
[λόγ. < αρχ. ἐπίζηλος]
- επιζήμιος -α -ο [epizímios] Ε6 : που προκαλεί σε κπ. ή σε κτ. ζημία, ιδίως οικονομική· βλαβερός. ANT επωφελής: Οι απεργίες, αν και αναπόφευκτες, είναι επιζήμιες για την εθνική οικονομία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζήμιος]
- επιζήσας ο [epizísas] Ο (βλ. Ε12δ) : (λόγ.) αυτός που επέζησε από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· επιζών: Ελάχιστοι είναι οι επιζήσαντες. || (ως επίθ.): Οι επιζήσαντες ναυαγοί.
[λόγ. μτχ. αορ. του επιζώ μτφρδ. γαλλ. survivant & αγγλ. survivor]
- επιζήτηση η [epizítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιζητώ.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζήτη(σις) -ση]
- επιζητώ [epizitó] -είται Ρ10.9 : προσπαθώ, ενεργώ έτσι ώστε να αποκτήσω, να πετύχω ή γενικά να κάνω κτ.· επιδιώκω: Επιζητεί την πνευματική γαλήνη / ηρεμία. Επιζήτησε το θάνατο ως λύτρωση από τα δεινά. Σε όλη του τη ζωή επιζητούσε τη δημόσια προβολή και αναγνώριση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζητῶ]
- επιζώ [epizó] Ρ10.9α αόρ. επέζησα, απαρέμφ. επιζήσει : 1.(ιδ. για πρόσ.) εξακολουθώ να ζω: α. ύστερα από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· σώζομαι: Aπό τη σφαγή επέζησαν ελάχιστοι. Δεν επέζησε κανείς από τους επιβάτες του αεροπλάνου που έπεσε. β. (λόγ.) ύστερα από κπ. άλλο: Θα επιζήσει όλων μας. 2. (μτφ.) εξακολουθώ να υπάρχω ή να λειτουργώ: Επιζεί μια γλώσσα / μια οικονομική επιχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζῶ `ζω επιπλέον΄ σημδ. γαλλ. survivre & αγγλ. survive]
- επιζών ο [epizón] Ο (βλ. Ε12στ) : (λόγ.) αυτός που επιζεί ή επέζησε από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· επιζήσας: Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.
[λόγ. μεε. του επιζώ μτφρδ. γαλλ. survivant & αγγλ. survivor]
- επιζωοτία η [epizootía] Ο25 : χαρακτηρισμός κάθε επιδημίας που προσβάλλει τα ζώα.
[λόγ. < γαλλ. épizootie < épi- = επι- + αρχ. ζῳότ(ης) `φύση των ζώων΄ -ie = -ία κατά το épidémie = επιδημία]
- επιθαλάμιος -α / -ος -ο [epiθalámios] Ε15 : (φιλολ.) που έχει σχέση με το τραγούδι του γάμου που το τραγουδούσαν στο δωμάτιο της νύφης: ~ ύμνος. Επιθαλάμιο άσμα. || (ως ουσ.) το επιθαλάμιο, τραγούδι του γάμου που το τραγουδούσαν στο δωμάτιο της νύφης: Tο επιθαλάμιο της Kασσάνδρας στις Tρωάδες του Ευριπίδη.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιθαλάμιος]