Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επίταση η [epítasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιτείνω. α. αύξηση της έντασης. β. (γραμμ.) ενίσχυση, συνήθ. για την έννοια μιας λέξης: ~ της σημασίας μιας λέξης.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτα(σις) -ση]