Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίκειται [epí
ite] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επικείμενος* : για κτ. που πρόκειται σύντομα να γίνει: ~ θύελλα / πόλεμος. ~ παραίτηση της κυβέρνησης. Επίκεινται εκλογές. [λόγ. γ' εν. < αρχ. ἐπίκειμαι `πιέζω, είμαι βιαστικός΄ σημδ. γαλλ. est imminent]



