Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επίγνωση
1 item total
επίγνωση η [epíγnosi] Ο33 : πλήρης, σαφής και ακριβής γνώση σχετικά με κτ.· συναίσθηση: Aναλαμβάνω την προεδρία έχοντας ~ των ευθυνών που επωμίζομαι και των δυσχερειών που θα αντιμετωπίσω.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίγνω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go