Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επέχω [epéxo] Ρ πρτ. επείχα : (λόγ.) μόνο στην έκφραση επέχει θέση (με γεν. προσ. ή πργ.), είναι, λειτουργεί όπως αυτό, παίζει το ρόλο του: Επέχει θέση αντικειμένου / υποκειμένου.
[λόγ. < αρχ. ἐπέχω `κατέχω, προσφέρω΄ σημδ. γαλλ. tenir lieu]



