Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επέχω
1 εγγραφή
επέχω [epéxo] Ρ πρτ. επείχα : (λόγ.) μόνο στην έκφραση επέχει θέση (με γεν. προσ. ή πργ.), είναι, λειτουργεί όπως αυτό, παίζει το ρόλο του: Επέχει θέση αντικειμένου / υποκειμένου.

[λόγ. < αρχ. ἐπέχω `κατέχω, προσφέρω΄ σημδ. γαλλ. tenir lieu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες