Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επέτειος η [epétios] Ο36 : η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται ένας χρόνος ή περισσότερα χρόνια από τότε που συνέβη ορισμένο, σημαντικό ή αξιομνημόνευτο, γεγονός: 25 Mαρτίου 1921, εκατοστή ~ της ελληνικής επανάστασης του 1821. Mαύρη / θλιβερή ~. H ~ της γέννησης κάποιου, γενέθλια. H ~ του θανάτου κάποιου. Έχουμε / γιορτάζουμε την επέτειο σήμερα, την επέτειο γάμου. (έκφρ.) χρυσή ~, για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων γάμου. αργυρή ~, για τη συμπλήρωση είκοσι πέντε χρόνων γάμου.
[λόγ. < αρχ. ἐπέτειος `ετήσιος΄ σημδ. γαλλ. anniversaire]