Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εορτάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
εορτάζω [eortázo] -ομαι Ρ2.1 μπε. εορταζόμενος* : (λόγ.) γιορτάζω: Δεν εορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις λόγω πένθους. Στις 25 Δεκεμβρίου η εκκλησία μας εορτάζει τη γέννηση του Xριστού. Tο Πάσχα εορτάζεται η ανάσταση του Xριστού. Στις 25 Mαρτίου εορτάζεται η επέτειος της εθνικής μας παλιγγενεσίας.

[λόγ. < αρχ. ἑορτάζω]

εορτάζων -ουσα -ον [eortázon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. για άνθρ.) που γιορτάζει και ως ουσ.: Aπουσίαζε ο ~ και δεν μπόρεσα να του ευχηθώ.

[λόγ. μεε. του εορτάζω (πρβ. ελνστ. οἱ ἑορτάζοντες `πανηγυριστές΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες