Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [371 - 380]
εξπρές [eksprés] Ε (άκλ.) : α.που εξασφαλίζει γρηγορότερη μεταφορά, εξυπηρέτηση, αποστολή από ένα άλλο αντίστοιχο μέσο: Tρένο / λεωφορείο ~, που κάνει λίγες ή καθόλου στάσεις και γι΄ αυτό φτάνει πιο γρήγορα στον προορισμό του· (πρβ. ταχεία). Ένα ~ γράμμα / ταχυδρομικό δέμα, επείγον. || (ως ουσ.) το εξπρές, για εξπρές τρένο, λεωφορείο κτλ. β. (ως επίρρ.): Tο δέμα πρέπει να το έχω αύριο· στείλ΄ το ~.

[λόγ. < γαλλ. express < αγγλ. express train]

εξπρεσιονισμός ο [ekspresionizmós] Ο17 : καλλιτεχνική τεχνοτροπία, ιδίως στις εικαστικές τέχνες, που χαρακτηρίζεται από έμφαση στην έκφραση του ψυχικού κόσμου και αδιαφορία για την αντικειμενική πραγματικότητα: Θεμελιωτές / οπαδοί του εξπρεσιονισμού. Ο ~ στη ζωγραφική / στη γλυπτική. Γερμανικός / φλαμανδικός ~. Ο ~ στη λογοτεχνία / στο θέατρο / στον κινηματογράφο.

[λόγ. < γαλλ. expressionisme (-isme = -ισμός)]

εξπρεσιονιστής ο [ekspresionistís] Ο7 θηλ. εξπρεσιονίστρια [ekspresioní stria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού: Γερμανοί / Φλαμανδοί εξπρεσιονιστές. || (ως επίθ.): Ένας ~ ζωγράφος / γλύπτης.

[λόγ. < γαλλ. expressioniste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξπρε σιονισ(τής) -τρια]

εξπρεσιονιστικός -ή -ό [ekspresionistikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από τον εξπρεσιονισμό: Εξπρεσιονιστική ζωγραφική / γλυπτική. Εξπρεσιονιστικό έργο / κίνημα. Εξπρεσιονιστικές τάσεις στη λογοτεχνία / στο θέατρο. Ο ~ κινηματογράφος. εξπρεσιονιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξπρεσιονιστ(ής) -ικός]

έξτρα [ékstra] & εξτρά [ekstrá] μόνο στη σημ. 1 επίρρ. : (προφ.) 1. επιπλέον: Προσφέρεται βασικός μισθός και υψηλές ~ αποδοχές. Mου πλήρωσε τα μεροκάματα κι ένα χιλιάρικο εξτρά. || (ως επίθ.): Φυσικά θα σου αυξήσω το μισθό για τις ~ υπηρεσίες που θα μου προσφέρεις. || (ως ουσ.): τα έξτρα / εξτρά: Ο μισθός του με τα εξτρά ξεπερνάει τις τριακόσιες χιλιάδες. Aυτοκίνητο με ραδιόφωνο κι άλλα πολλά ~. 2. (παρωχ.) που είναι πάρα πολύ καλός: ~ ποιότητα. Kρασί / τσιγάρα ~.

[εξτρά: λόγ. < γαλλ. extra < λατ. extra· έξτρα: λόγ. κατά το λατ. τονισμό]

εξτραφόρ το [ekstrafór] Ο (άκλ.) : στενή ταινία από ύφασμα, με την οποία ενισχύουν εσωτερικά τις ραφές ή τα στριφώματα.

[λόγ. < γαλλ. extra-fort]

εξτρέμ το [ekstrém] Ο (άκλ.) : (παρωχ., ποδ.) ονομασία των δύο ακραίων επιθετικών παικτών: Aριστερό / δεξιό ~.

[λόγ. < γαλλ. extrêmes(;)]

εξτρεμισμός ο [ekstremizmós] Ο17 : αρνητικός χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής, η οποία συνίσταται σε υποστήριξη ή εφαρμογή ακραίων απόψεων: Πολιτικός ~. Ο ~ της δεξιάς / της αριστεράς παράταξης. || (επέκτ.) για άλλες απόψεις ή δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από υπερβολή και άρνηση συμβιβασμού: Kοινωνικός / θρησκευτικός ~.

[λόγ. < γαλλ. extrém isme (-isme = -ισμός)]

εξτρεμιστής ο [ekstremistís] Ο7 θηλ. εξτρεμίστρια [ekstremístria] Ο27 : αρνητικός χαρακτηρισμός ατόμου που υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις, ιδίως στην πολιτική: Δεξιός / αριστερός ~. H μετριοπαθής πολιτική της κυβέρνησης πολεμήθηκε από τους εξτρεμιστές όλων των αποχρώσεων. || (ως επίθ.): Εξτρεμιστές αντάρτες.

[λόγ. < γαλλ. extrémiste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξτρεμισ(τής) -τρια]

εξτρεμιστικός -ή -ό [ekstremistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εξτρεμισμό, κυρίως τον πολιτικό, και ιδίως που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Εξτρεμιστικές θεωρίες / ενέργειες / οργανώσεις. Εξτρεμιστικό κόμμα. Εξτρεμιστικά στοιχεία, που πήραν μέρος στη διαδήλωση, έσπασαν βιτρίνες και λεηλάτησαν καταστήματα. εξτρεμιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξτρεμιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 36 37 [38] 39 40 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες