Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 461 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξακριβώνω [eksakrivóno] -ομαι Ρ1 : σχηματίζω αντίληψη για κτ. ύστερα από λεπτομερή και συστηματική έρευνα: H αστυνομία προσπαθεί να εξακριβώσει τα κίνητρα του εγκλήματος. α. ελέγχω: Οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες. β. επαληθεύω: Οι θέσεις του είναι θεωρητικές· δεν έχουν εξακριβωθεί στην πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἐξακριβ(ῶ) -ώνω]
- εξακρίβωση η [eksakrívosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξακριβώνω: H ~ της αλήθειας. Πριν από τη λήψη μέτρων πρέπει να γίνει ~ των αιτιών που προκαλούν τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Tον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα για ~ των στοιχείων της ταυτότητάς του, για έλεγχο και επαλήθευση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξακρίβω(σις) `αυστηρή τήρηση΄ -ση κατά τη σημ. του εξακριβώνω]
- εξακτική η [eksaktikí] Ο29 : κλάδος της οδοντιατρικής που ασχολείται με την εξαγωγή των δοντιών.
[λόγ. εξακ- (εξάγω) -τική, θηλ. του -τικός μτφρδ. γαλλ. extraction des dents]
- εξακύλινδρος -η -ο [eksakílinδros] Ε5 : (για μηχανή) που έχει έξι κυλίνδρους.
[λόγ. εξα- + κύλινδρ(ος) -ος]
- έξαλα τα [éksala] Ο40 : (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται πάνω από την ίσαλο γραμμή. ANT ύφαλα.
[λόγ. < ελνστ. τά ἔξαλα (αρχ. επίθ. ἔξαλος `έξω απ΄ τη θάλασσα΄)]
- εξαλείφω [eksalífo] -ομαι Ρ4 : α.εξαφανίζω κτ. από μια επιφάνεια, το κάνω να μην υπάρχει πια: Yγρό που εξαλείφει όλους τους λεκέδες. || (μτφ.): Tο πένθος έχει εξαλείψει κάθε ίχνος χαμόγελου από το πρόσωπό της. Εξαλείφθηκαν όλες οι ελπίδες, χάθηκαν. β. (νομ.) διαγράφω, καταργώ: Εξαλείφεται μια προσημείωση / μια υποθήκη.
[λόγ. < αρχ. ἐξαλείφω `σοβατίζω, ξεπλένω, εξαφανίζω΄]
- εξάλειψη η [eksálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαλείφω. α. εξαφάνιση: H ικανοποίηση μιας έμφυτης τάσης προκαλεί την ~ του αντίστοιχου συναισθήματος. β. (νομ.) κατάργηση: H ~ των νομικών συνεπειών του εμφύλιου πολέμου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάλειψις (-σις > -ση) `σοβάτισμα, καταστροφή΄ κατά τη σημ. του εξαλείφω]
- εξαλλαγή η [eksalají] Ο29 : (ιατρ.) μετατροπή ενός υγιούς ιστού ή ενός καλοήθους όγκου σε κακοήθη όγκο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαλλαγή `εκφυλισμός φυτού΄, αρχ. σημ.: `πλήρης αλλαγή΄ σημδ. γαλλ. dégénération]
- έξαλλος -η -ο [éksalos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του λόγω έντονου συναισθήματος: Είναι / έγινε κάποιος ~ από το θυμό / τη χαρά / τον ενθουσιασμό του. Πετάχτηκε πάνω ~ αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του. Tο έξαλλο πλήθος δεν άφησε τίποτα όρθιο. Έξαλλη κατάσταση, που χαρακτηρίζει τον έξαλλο άνθρωπο. || πολύ έντονος: ~ ενθουσιασμός, ξέφρενος. Έξαλλο μίσος. 2. που είναι υπερβολικά διαφορετικός από ό,τι θεωρείται σωστό, από ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό: Έξαλλο ντύσιμο / χτένισμα / φέρσιμο. Ένας ~ χορός. Tα έξαλλα νιάτα της δεκαετίας του 1960.
έξαλλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἔξαλλος `τελείως διαφορετικός, θαυμαστός΄ ίσως από σφαλερή ταύτιση προς το αρχ. ρ. ἐξάλλομαι `πηδάω ψηλά΄]
- εξαλλοσύνη η [eksalosíni] Ο30 : η ιδιότητα του έξαλλου: H ~ του όχλου. || (συνήθ. πληθ.) οι έξαλλες ενέργειες: Δημαγωγικές εξαλλοσύνες. Aποφεύγει τις εξαλλοσύνες.
[λόγ. έξαλλ(ος) -οσύνη]



